[1753, Μηλιές Πηλίου - 1844, Μηλιές Πηλίου]
Δάσκαλος και λόγιος, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς επιχείρησε να αναδείξει τη γενέτειρά του, τις Μηλιές Πηλίου, σε ελληνόφωνο εκπαιδευτικό κέντρο του καιρού του. Ανέπτυξε συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα συμμετέχοντας ενεργά στην κοινή προσπάθεια των συγχρόνων του Ελλήνων λογίων για την πνευματική πρόοδο των ομογενών του. Παράλληλα, πήρε μέρος και στα δρώμενα της Επανάστασης καταλαμβάνοντας αργότερα αξιώματα στο χώρο της παιδείας.
Γόνος φτωχής αγροτικής οικογένειας, έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του κοντά στον καλόγερο Άνθιμο Παπαπανταζή, καθώς και σε σχολείο της Ζαγοράς. Στα 1778 τον βρίσκουμε να υπηρετεί ως ιεροδιάκονος στον επίσκοπο Σκοπέλου· είναι η περίοδος που μετονομάζεται από Γεώργιος σε Γρηγόριος Μέχρι και το 1779 έχει παρακολουθήσει μαθήματα σε σχολές της Άθω, της Χίου και της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη διαμονή του στην Πόλη -και παράλληλα με τις σπουδές του- εργάζεται ως οικοδιδάσκαλος στις δύο αδελφές του μητροπολίτη Εφέσου.
Γύρω στα 1780 τον συναντούμε στις Ηγεμονίες για να εγκατασταθεί τέσσερα χρόνια αργότερα στο Βουκουρέστι. Εκεί παρακολουθεί τις παραδόσεις του Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτη και διδάσκεται κοντά του ελληνική γραμματική, ρητορική και τα υπόλοιπα εγκύκλια μαθήματα. Ο τελευταίος -αναφορικά με την εκμάθηση των αρχαίων- έκανε χρήση μιας νεωτερικής παιδαγωγικής μεθόδου, της εξηγητικής, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα . Με πρότασή του ο Κωνσταντάς θα αναχθεί σε συνεργάτη του στη σχολή και θα αναλάβει τη διεύθυνσή της μετά το θάνατό του. Παραμένει στη θέση αυτή κατά την τριετία από το 1784 έως και το 1787. Στο διάστημα που βρίσκεται στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, θα έρθει σε επαφή με Έλληνες λογίους και θα γνωρίσει τις νέες επιστημονικές θεωρίες και φιλοσοφικές αντιλήψεις των συγχρόνων του δυτικών διανοητών. Εντάσσεται στον κύκλο του Δημητρίου Καταρτζή και οικειοποιείται τις αρχές του Διαφωτισμού, όπως και ο εξάδελφός του Δανιήλ Φιλιππίδης. Οι δυο τους, που έλαβαν λόγω του κοινού πνευματικού τους συνδέσμου με τον Καταρτζή το προσωνύμιο Δημητριείς, πρόκειται να συνεργαστούν για τη συγγραφή της Νεωτερικής Γεωγραφίας. Το έργο αυτό εκδόθηκε στη Βιέννη το 1791.
Ωστόσο, η επιδείνωση της υγείας του λόγω του υγρού κλίματος της περιοχής θα τον αναγκάσει γρήγορα να παραιτηθεί από τη διεύθυνση της σχολής του Βουκουρεστίου και να μεταβεί στη Στεφανούπολη της Τρανσυλβανίας. Την σύντομη περίοδο διαμονής του εκεί το χειμώνα του 1787/8 ακολουθεί απόφασή του να αναχωρήσει για τη Βιέννη την άνοιξη του ίδιου χρόνου. Στην αυστριακή πρωτεύουσα και για τα επόμενα δύο χρόνια, παραδίδει μαθήματα σε παιδιά Ελλήνων εμπόρων της πόλης, ενώ ταυτόχρονα φροντίζει και για τη δική του μόρφωση μαθαίνοντας ξένες γλώσσες και διευρύνοντας την επιστημονική του κατάρτιση.
Το 1790 βρίσκεται στο Χάλε της Πρωσίας, όπου φοιτεί στο τοπικό πανεπιστήμιο και διδάσκεται φιλοσοφία, μαθηματικά και φυσικές επιστήμες. Στα 1792 τον συναντούμε εκ νέου στη Βιέννη να ασχολείται με μια φιλολογικού τύπου έκδοση των επιστολών του Συνεσίου, που περιείχε και σχόλια του Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτη. Η ήδη κλονισμένη υγεία του, όμως, τον αναγκάζει να στραφεί σε περιοχές με περισσότερο ήπιο κλίμα, όπως η Πάδοβα, όπου έφτασε το 1793. Εγγράφεται στο πανεπιστήμιο της πόλης και παρακολουθεί μαθήματα γενικών επιστημών για ένα περίπου χρόνο.
Το 1794 αναχωρεί για τη γενέτειρά του και παραμένει εκεί έως και το 1795, οπότε του γίνεται πρόταση για διδασκαλία στα Αμπελάκια. Έχοντας αποδεχθεί την πρόσκληση διορίζεται καθηγητής του εν λόγω σχολείου, θέση που θα διατηρήσει για τα επόμενα οκτώ χρόνια. Διδάσκει την αρχαία ελληνική και ιταλική γλώσσα, μαθηματικά καθώς και φιλοσοφία κατά το πρότυπο του Σοανίου. Ταυτόχρονα είναι από τους πρώτους δασκάλους που εισηγείται στην ελληνόφωνη εκπαίδευση την αλληλοδιδακτική μέθοδο έναντι της προγενέστερης μεθόδου της ''ψυχαγωγικής'', ενώ θεωρεί απαραίτητη και την εκμάθηση μιας τουλάχιστον ξένης γλώσσας. Μεταξύ των μαθητών του αναφέρονται οι Φίλιππος Ιωάννου, Ηρακλής Μητζόπουλος κ.α. Κατά την παραμονή του στα Αμπελάκια –και παράλληλα με τα διδακτικά του καθήκοντα- ασχολείται με τη συγγραφή, μετάφραση και έκδοση βιβλίων. Έτσι, θα αποδώσει στα ελληνικά τα Στοιχεία της Φιλοσοφίας του Fr.Soave, εμπλουτισμένα με δικά του πρωτότυπα σχόλια, ενώ το 1800 θα προβεί στην έκδοση του ανώνυμου έργου του Ν. Μαυροκορδάτου Φιλοθέου Πάρεργα.
Από το 1802 και για τα επόμενα δέκα περίπου χρόνια δεν έχουμε σαφείς μαρτυρίες για τη δράση του Κωνσταντά. Φαίνεται πως το 1802 επισκέφτηκε τη Βενετία και το χρόνο που ακολούθησε βρέθηκε στη Βιέννη προκειμένου να μελετήσει στις τοπικές βιβλιοθήκες και να εκδώσει την μετάφραση του έργου του Σοανίου . Το βιβλίο αυτό τυπώθηκε, τελικά, το 1804 στη Βενετία. Το 1805 βρίσκεται στην Τεργέστη για να μεταβεί εν συνεχεία στη Βιέννη. Την περίοδο αυτή κυκλοφόρησε την μετάφραση του έργου του Millot Γενική Ιστορία (1806). Έχοντας αρνηθεί πρόταση του ηγεμόνα Αλέξανδρου Μουρούζη να διδάξει στο Ιάσιο θα επιστρέψει στις Μηλιές πιθανότατα το 1808. Από το 1809 έως το 1812 είναι μάλλον εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη, όπου παραδίδει μαθήματα. Εκεί, θα απορρίψει εκ νέου πρόταση για διδασκαλία στην Πατριαρχική Ακαδημία –παρά τον υψηλό μισθό που του προσφέρθηκε- για να δεχθεί αργότερα μια καθηγητική θέση στο σχολείο της γενέτειράς του.
Όταν, λοιπόν, το 1811 πέθανε στις Μηλιές ο δάσκαλός του Άνθιμος Παπαπανταζής, του κληροδότησε την ιδιοκτησία και διεύθυνση της τοπικής σχολής. Την εγκυρότητα της διαθήκης επιβεβαίωσε στον Γρ. Κωνσταντά ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας εκφράζοντας παράλληλα και την εκτίμηση της εκκλησίας προς το πρόσωπό του. Θα επιστρέψει στη γενέτειρά του το 1812 μεταφέροντας για την βιβλιοθήκη του σχολείου βιβλία από την Πόλη. Στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την επαναλειτουργία της σχολής το 1815, εργάζεται για την ανασυγκρότησή της φιλοδοξώντας να την μετατρέψει σε ανώτατο εκπαιδευτήριο του καιρού του Τις σκέψεις του αυτές συμμερίζονταν και άλλοι σύγχρονοί του λόγιοι και εύποροι ομογενείς. Ο ίδιος, άλλωστε, διατηρούσε αλληλογραφία εκείνο το διάστημα με τον συγγενή του στη Βιέννη Άνθιμο Γαζή, τον Δανιήλ Φιλιππίδη, τον Δημήτριο Αλεξανδρίδη και τον Ζήση Κάβρα. Με κοινή τους απόφαση, καθώς και με τη σύμπραξη άλλων συμπατριωτών τους, συστάθηκε τελικά η ''Φιλόμουσος Εταιρεία'', που αποσκοπούσε μεταξύ άλλων στην ίδρυση αρχαιολογικού μουσείου στη Θεσσαλία καθώς και ακαδημίας. Ωστόσο, επερχόμενη αντίδραση των τουρκικών αρχών προκάλεσε τη ματαίωση του σχεδίου για τη δημιουργία Ακαδημίας στη Θεσσαλία περιορίζοντας την εκπαιδευτική και εν γένει πνευματική δραστηριότητα του Κωνσταντά στο Λύκειο, που ανεγέρθηκε στη γενέτειρά του.
Η έναρξη της λειτουργίας της σχολής στις Μηλιές σηματοδοτήθηκε με την υπογραφή συμφωνητικού (1η Ιουλίου 1814) ανάμεσα στον ίδιο και τον Γαζή, που προέβλεπε ότι θα συνεισέφεραν τόσο υλικά όσο και πνευματικά ώστε να υλοποιηθεί η κοινή τους προσπάθεια. Ο μεν Κωνσταντάς άρχισε να διδάσκει αμισθί στο Λύκειο και ανέλαβε την ευθύνη της οικοδομικής ολοκλήρωσης του έργου, ο δε Γαζής επιφορτίστηκε με την οικονομική ενίσχυση του εγχειρήματος προκειμένου να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα χρήματα, βιβλία και όργανα διδασκαλίας για την πλήρη κατάρτιση του σχολείου. Πολύ νωρίς η σχολή στις Μηλιές απέκτησε φήμη σημαντικού εκπαιδευτικού κέντρου με σύγχρονο εξοπλισμό σε εποπτικά μέσα και πλούσια βιβλιοθήκη.
Ο Γαζής έφθασε από τη Βιέννη στις Μηλιές το 1817 και έπειτα από περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη, τις Κυκλάδες και τη Στερεά για την προώθηση των σχεδίων των Φιλικών. Δίδαξε στο Λύκειο για μικρό χρονικό διάστημα, ενώ τον περισσότερο χρόνο του αφιέρωνε στην προπαρασκευή της ελληνικής επανάστασης. Ο Κωνσταντάς κινητοποιήθηκε υπέρ του Αγώνα μόλις το Πάσχα του 1821 ενθαρρύνοντας με επιστολές του τους προύχοντες στη Θεσσαλία και Μαγνησία να ξεσηκωθούν. Για τον ίδιο σκοπό εκφώνησε πατριωτικό λόγο στη γενέτειρά του, η οποία είχε μετατραπεί σε επαναστατικό κέντρο του βόρειου ελλαδικού χώρου.
Μετά την εξόρμηση του Δράμαλη και την καταστολή του κινήματος κατευθύνθηκε νότια για να εξασφαλίσει τρόφιμα και βοήθεια στους πληγέντες. Πηγαίνει αρχικά στα Κύθηρα και όταν πληροφορείται πως ο Υψηλάντης και ο Μαυροκορδάτος βρίσκονται στην Πελοπόννησο αναχωρεί για τη Λακωνία. Εν συνεχεία μεταβαίνει στα Τρίκορφα Τριπόλεως, όπου θα λάβει μέρος σε σύσκεψη, στην οποία παρευρίσκονται εκτός από τους παραπάνω και ο Θ. Νέγρης, ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος, ο Ν. Βάμβας, ο Σκανδαλίδης και άλλοι πρόκριτοι. Αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ήταν να συσταθούν δύο κυβερνητικές επιτροπές για την ανατολική και τη δυτική Στερεά αντίστοιχα. Ακολούθως υπήρξε ένας από τους τρεις πληρεξουσίους της Μαγνησίας που στάλθηκαν στην Άμφισσα, ενώ αργότερα συμμετείχε στην πρώτη και τη δεύτερη Εθνοσυνέλευση εκπροσωπώντας τη Θεσσαλομαγνησία.
Η κυβέρνηση που συγκροτήθηκε το 1824 τον διόρισε γενικό έφορο παιδείας αναθέτοντάς τουτην ευθύνη του ελέγχου της εκπαιδευτικής κατάστασης στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Λίγο καιρό πριν ο ίδιος είχε γράψει μια ενημερωτική έκθεση με τίτλο Έκθεσις περί της παιδείας για λογαριασμό του Ιταλού φιλέλληνα Cte Pecchio. Το 1825 συντάσσει τον Κανονισμό των καθηκόντων του Εφόρου -προκειμένου να δώσει στην προσπάθειά του μια συστηματική μορφή- και ξεκινά την περιοδεία του στις Κυκλάδες. Έτσι, στα 1827 βρίσκεται ήδη στη Σύρο, όπου επιθεωρεί τα σχολεία του νησιού, διδάσκει και ιδρύει πρότυπο σχολείο εισάγοντας την αλληλοδιδακτική μέθοδο. Δάσκαλο και διευθυντή ορίζει τον παλιό του μαθητή Γεώργιο Κλεόβουλο και βοηθό του τον Φίλιππο Ιωάννου. Αλληλοδιδακτικό σχολείο εγκαινιάζει επίσης στην Πάρο, ενώ τον ίδιο χρόνο μαρτυρείται η παρουσία του και στον Πόρο. Μετά την ολοκλήρωση της περιοδείας του θα συντάξει -σε συνεργασία με τον Γ. Γεννάδιο- μια αναφορά-πρόταση για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών πραγμάτων της επαναστατημένης χώρας, την οποία υποβάλλει στον Καποδίστρια. Στη συνέχεια κατευθύνεται προς το Ναύπλιο, όπου θα λάβει μέρος μαζί με τον Γαζή στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.
Τον Μάρτιο του 1829 διορίζεται από τον Καποδίστρια μέλος της τριμελούς επιτροπής, η οποία οργάνωσε και διεύθυνε το ορφανοτροφείο της Αίγινας. Συνεργάτες του υπήρξαν οι Θ. Φαρμακίδης και Α. Σούτσος. Ο ίδιος αναλαμβάνει την οικονομική διαχείριση του ιδρύματος και συντάσσει τον κανονισμό λειτουργίας του. Θα παραμείνει στη διοίκηση του ορφανοτροφείου μέχρι το 1833, ενώ μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη θα επιστρέψει στις Μηλιές. Η αδιαφορία που επέδειξε για το έργο του η κυβέρνηση των Βαυαρών και η παραγκώνισή του με τον ερχομό του Όθωνα, τον αναγκάζουν να αναχωρήσει για την τουρκοκρατούμενη τότε γενέτειρά του (περ. 1835). Θα παραμείνει εκεί διδάσκοντας αφιλοκερδώς έως τις 6 Αυγούστου 1844, οπότε πεθαίνει πάμφτωχος.
Η σύνολη συγγραφική δραστηριότητα του Γρ. Κωνσταντά αποτελείται από βιβλία γεωγραφικού, ιστορικού, φιλολογικού και φιλοσοφικού περιεχομένου. Πρόκειται για πρωτότυπα κείμενα ή μεταφράσεις. Μεταξύ αυτών αναφέρουμε ενδεικτικά τη Νεωτερική Γεωγραφία , που συνέγραψε από κοινού με τον Δ. Φιλιππίδη. Στο τρίτομο αυτό έργο, του οποίου μόνο ο πρώτος τόμος τυπώθηκε στη Βιέννη, επιχειρείται μια ανθρωπογεωγραφική περιγραφή των τόπων που αναφέρονται. Γίνεται προσπάθεια, δηλαδή, μαζί με την απεικόνιση της χωρογραφίας να καταγραφούν και να αναλυθούν τα κοινωνικοπολιτισμικά φαινόμενα των εκάστοτε γεωγραφούμενων τόπων σε γλώσσα απλοελληνική.
Ειδικότερα για τις γλωσσικές του πεποιθήσεις, μας πληροφορεί στον πρόλογο της δικής του μετάφρασης του έργου του Σοανίου, όπου υποστηρίζει πως μεταχειρίζεται την κοινή ελληνική προκειμένου το έργο του να γίνεται κατανοητό από το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό αναγνωστών. Η ανάγκη για ευρύτερη συμμετοχή στην παιδεία επιβάλλει, κατά τον Κωνσταντά, μια γενικευμένη χρήση της σύγχρονής του ορθόδοξης δημοτικής. Ωστόσο, σε μεταγενέστερες συγγραφές του πρόκειται να αποκλίνει από το παραπάνω γλωσσικό του πρότυπο προς ένα περισσότερο παραδοσιακό, όπως και ο συγγενής του Δ. Φιλιππίδης.
Εργογραφία
* Στοιχεία της Λογικής, Μεταφυσικής και Ηθικής (μετάφραση), Βενετία, 1804
* Γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη, 1791
* Γενική Ιστορία του Μillot (μετάφραση), Βιέννη, 1806
* Φιλοθέου Πάρεργα (έκδοση), Βενετία, 1800
* Έκθεσις περί παιδείας
* Κανονισμός των καθηκόντων του Εφόρου
Ε. ΑΜΥΓΔΑΛΑΚΗ
Α. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ
Δάσκαλος και λόγιος, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς επιχείρησε να αναδείξει τη γενέτειρά του, τις Μηλιές Πηλίου, σε ελληνόφωνο εκπαιδευτικό κέντρο του καιρού του. Ανέπτυξε συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα συμμετέχοντας ενεργά στην κοινή προσπάθεια των συγχρόνων του Ελλήνων λογίων για την πνευματική πρόοδο των ομογενών του. Παράλληλα, πήρε μέρος και στα δρώμενα της Επανάστασης καταλαμβάνοντας αργότερα αξιώματα στο χώρο της παιδείας.
Γόνος φτωχής αγροτικής οικογένειας, έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του κοντά στον καλόγερο Άνθιμο Παπαπανταζή, καθώς και σε σχολείο της Ζαγοράς. Στα 1778 τον βρίσκουμε να υπηρετεί ως ιεροδιάκονος στον επίσκοπο Σκοπέλου· είναι η περίοδος που μετονομάζεται από Γεώργιος σε Γρηγόριος Μέχρι και το 1779 έχει παρακολουθήσει μαθήματα σε σχολές της Άθω, της Χίου και της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη διαμονή του στην Πόλη -και παράλληλα με τις σπουδές του- εργάζεται ως οικοδιδάσκαλος στις δύο αδελφές του μητροπολίτη Εφέσου.
Γύρω στα 1780 τον συναντούμε στις Ηγεμονίες για να εγκατασταθεί τέσσερα χρόνια αργότερα στο Βουκουρέστι. Εκεί παρακολουθεί τις παραδόσεις του Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτη και διδάσκεται κοντά του ελληνική γραμματική, ρητορική και τα υπόλοιπα εγκύκλια μαθήματα. Ο τελευταίος -αναφορικά με την εκμάθηση των αρχαίων- έκανε χρήση μιας νεωτερικής παιδαγωγικής μεθόδου, της εξηγητικής, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα . Με πρότασή του ο Κωνσταντάς θα αναχθεί σε συνεργάτη του στη σχολή και θα αναλάβει τη διεύθυνσή της μετά το θάνατό του. Παραμένει στη θέση αυτή κατά την τριετία από το 1784 έως και το 1787. Στο διάστημα που βρίσκεται στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, θα έρθει σε επαφή με Έλληνες λογίους και θα γνωρίσει τις νέες επιστημονικές θεωρίες και φιλοσοφικές αντιλήψεις των συγχρόνων του δυτικών διανοητών. Εντάσσεται στον κύκλο του Δημητρίου Καταρτζή και οικειοποιείται τις αρχές του Διαφωτισμού, όπως και ο εξάδελφός του Δανιήλ Φιλιππίδης. Οι δυο τους, που έλαβαν λόγω του κοινού πνευματικού τους συνδέσμου με τον Καταρτζή το προσωνύμιο Δημητριείς, πρόκειται να συνεργαστούν για τη συγγραφή της Νεωτερικής Γεωγραφίας. Το έργο αυτό εκδόθηκε στη Βιέννη το 1791.
Ωστόσο, η επιδείνωση της υγείας του λόγω του υγρού κλίματος της περιοχής θα τον αναγκάσει γρήγορα να παραιτηθεί από τη διεύθυνση της σχολής του Βουκουρεστίου και να μεταβεί στη Στεφανούπολη της Τρανσυλβανίας. Την σύντομη περίοδο διαμονής του εκεί το χειμώνα του 1787/8 ακολουθεί απόφασή του να αναχωρήσει για τη Βιέννη την άνοιξη του ίδιου χρόνου. Στην αυστριακή πρωτεύουσα και για τα επόμενα δύο χρόνια, παραδίδει μαθήματα σε παιδιά Ελλήνων εμπόρων της πόλης, ενώ ταυτόχρονα φροντίζει και για τη δική του μόρφωση μαθαίνοντας ξένες γλώσσες και διευρύνοντας την επιστημονική του κατάρτιση.
Το 1790 βρίσκεται στο Χάλε της Πρωσίας, όπου φοιτεί στο τοπικό πανεπιστήμιο και διδάσκεται φιλοσοφία, μαθηματικά και φυσικές επιστήμες. Στα 1792 τον συναντούμε εκ νέου στη Βιέννη να ασχολείται με μια φιλολογικού τύπου έκδοση των επιστολών του Συνεσίου, που περιείχε και σχόλια του Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτη. Η ήδη κλονισμένη υγεία του, όμως, τον αναγκάζει να στραφεί σε περιοχές με περισσότερο ήπιο κλίμα, όπως η Πάδοβα, όπου έφτασε το 1793. Εγγράφεται στο πανεπιστήμιο της πόλης και παρακολουθεί μαθήματα γενικών επιστημών για ένα περίπου χρόνο.
Το 1794 αναχωρεί για τη γενέτειρά του και παραμένει εκεί έως και το 1795, οπότε του γίνεται πρόταση για διδασκαλία στα Αμπελάκια. Έχοντας αποδεχθεί την πρόσκληση διορίζεται καθηγητής του εν λόγω σχολείου, θέση που θα διατηρήσει για τα επόμενα οκτώ χρόνια. Διδάσκει την αρχαία ελληνική και ιταλική γλώσσα, μαθηματικά καθώς και φιλοσοφία κατά το πρότυπο του Σοανίου. Ταυτόχρονα είναι από τους πρώτους δασκάλους που εισηγείται στην ελληνόφωνη εκπαίδευση την αλληλοδιδακτική μέθοδο έναντι της προγενέστερης μεθόδου της ''ψυχαγωγικής'', ενώ θεωρεί απαραίτητη και την εκμάθηση μιας τουλάχιστον ξένης γλώσσας. Μεταξύ των μαθητών του αναφέρονται οι Φίλιππος Ιωάννου, Ηρακλής Μητζόπουλος κ.α. Κατά την παραμονή του στα Αμπελάκια –και παράλληλα με τα διδακτικά του καθήκοντα- ασχολείται με τη συγγραφή, μετάφραση και έκδοση βιβλίων. Έτσι, θα αποδώσει στα ελληνικά τα Στοιχεία της Φιλοσοφίας του Fr.Soave, εμπλουτισμένα με δικά του πρωτότυπα σχόλια, ενώ το 1800 θα προβεί στην έκδοση του ανώνυμου έργου του Ν. Μαυροκορδάτου Φιλοθέου Πάρεργα.
Από το 1802 και για τα επόμενα δέκα περίπου χρόνια δεν έχουμε σαφείς μαρτυρίες για τη δράση του Κωνσταντά. Φαίνεται πως το 1802 επισκέφτηκε τη Βενετία και το χρόνο που ακολούθησε βρέθηκε στη Βιέννη προκειμένου να μελετήσει στις τοπικές βιβλιοθήκες και να εκδώσει την μετάφραση του έργου του Σοανίου . Το βιβλίο αυτό τυπώθηκε, τελικά, το 1804 στη Βενετία. Το 1805 βρίσκεται στην Τεργέστη για να μεταβεί εν συνεχεία στη Βιέννη. Την περίοδο αυτή κυκλοφόρησε την μετάφραση του έργου του Millot Γενική Ιστορία (1806). Έχοντας αρνηθεί πρόταση του ηγεμόνα Αλέξανδρου Μουρούζη να διδάξει στο Ιάσιο θα επιστρέψει στις Μηλιές πιθανότατα το 1808. Από το 1809 έως το 1812 είναι μάλλον εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη, όπου παραδίδει μαθήματα. Εκεί, θα απορρίψει εκ νέου πρόταση για διδασκαλία στην Πατριαρχική Ακαδημία –παρά τον υψηλό μισθό που του προσφέρθηκε- για να δεχθεί αργότερα μια καθηγητική θέση στο σχολείο της γενέτειράς του.
Όταν, λοιπόν, το 1811 πέθανε στις Μηλιές ο δάσκαλός του Άνθιμος Παπαπανταζής, του κληροδότησε την ιδιοκτησία και διεύθυνση της τοπικής σχολής. Την εγκυρότητα της διαθήκης επιβεβαίωσε στον Γρ. Κωνσταντά ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας εκφράζοντας παράλληλα και την εκτίμηση της εκκλησίας προς το πρόσωπό του. Θα επιστρέψει στη γενέτειρά του το 1812 μεταφέροντας για την βιβλιοθήκη του σχολείου βιβλία από την Πόλη. Στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την επαναλειτουργία της σχολής το 1815, εργάζεται για την ανασυγκρότησή της φιλοδοξώντας να την μετατρέψει σε ανώτατο εκπαιδευτήριο του καιρού του Τις σκέψεις του αυτές συμμερίζονταν και άλλοι σύγχρονοί του λόγιοι και εύποροι ομογενείς. Ο ίδιος, άλλωστε, διατηρούσε αλληλογραφία εκείνο το διάστημα με τον συγγενή του στη Βιέννη Άνθιμο Γαζή, τον Δανιήλ Φιλιππίδη, τον Δημήτριο Αλεξανδρίδη και τον Ζήση Κάβρα. Με κοινή τους απόφαση, καθώς και με τη σύμπραξη άλλων συμπατριωτών τους, συστάθηκε τελικά η ''Φιλόμουσος Εταιρεία'', που αποσκοπούσε μεταξύ άλλων στην ίδρυση αρχαιολογικού μουσείου στη Θεσσαλία καθώς και ακαδημίας. Ωστόσο, επερχόμενη αντίδραση των τουρκικών αρχών προκάλεσε τη ματαίωση του σχεδίου για τη δημιουργία Ακαδημίας στη Θεσσαλία περιορίζοντας την εκπαιδευτική και εν γένει πνευματική δραστηριότητα του Κωνσταντά στο Λύκειο, που ανεγέρθηκε στη γενέτειρά του.
Η έναρξη της λειτουργίας της σχολής στις Μηλιές σηματοδοτήθηκε με την υπογραφή συμφωνητικού (1η Ιουλίου 1814) ανάμεσα στον ίδιο και τον Γαζή, που προέβλεπε ότι θα συνεισέφεραν τόσο υλικά όσο και πνευματικά ώστε να υλοποιηθεί η κοινή τους προσπάθεια. Ο μεν Κωνσταντάς άρχισε να διδάσκει αμισθί στο Λύκειο και ανέλαβε την ευθύνη της οικοδομικής ολοκλήρωσης του έργου, ο δε Γαζής επιφορτίστηκε με την οικονομική ενίσχυση του εγχειρήματος προκειμένου να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα χρήματα, βιβλία και όργανα διδασκαλίας για την πλήρη κατάρτιση του σχολείου. Πολύ νωρίς η σχολή στις Μηλιές απέκτησε φήμη σημαντικού εκπαιδευτικού κέντρου με σύγχρονο εξοπλισμό σε εποπτικά μέσα και πλούσια βιβλιοθήκη.
Ο Γαζής έφθασε από τη Βιέννη στις Μηλιές το 1817 και έπειτα από περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη, τις Κυκλάδες και τη Στερεά για την προώθηση των σχεδίων των Φιλικών. Δίδαξε στο Λύκειο για μικρό χρονικό διάστημα, ενώ τον περισσότερο χρόνο του αφιέρωνε στην προπαρασκευή της ελληνικής επανάστασης. Ο Κωνσταντάς κινητοποιήθηκε υπέρ του Αγώνα μόλις το Πάσχα του 1821 ενθαρρύνοντας με επιστολές του τους προύχοντες στη Θεσσαλία και Μαγνησία να ξεσηκωθούν. Για τον ίδιο σκοπό εκφώνησε πατριωτικό λόγο στη γενέτειρά του, η οποία είχε μετατραπεί σε επαναστατικό κέντρο του βόρειου ελλαδικού χώρου.
Μετά την εξόρμηση του Δράμαλη και την καταστολή του κινήματος κατευθύνθηκε νότια για να εξασφαλίσει τρόφιμα και βοήθεια στους πληγέντες. Πηγαίνει αρχικά στα Κύθηρα και όταν πληροφορείται πως ο Υψηλάντης και ο Μαυροκορδάτος βρίσκονται στην Πελοπόννησο αναχωρεί για τη Λακωνία. Εν συνεχεία μεταβαίνει στα Τρίκορφα Τριπόλεως, όπου θα λάβει μέρος σε σύσκεψη, στην οποία παρευρίσκονται εκτός από τους παραπάνω και ο Θ. Νέγρης, ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος, ο Ν. Βάμβας, ο Σκανδαλίδης και άλλοι πρόκριτοι. Αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ήταν να συσταθούν δύο κυβερνητικές επιτροπές για την ανατολική και τη δυτική Στερεά αντίστοιχα. Ακολούθως υπήρξε ένας από τους τρεις πληρεξουσίους της Μαγνησίας που στάλθηκαν στην Άμφισσα, ενώ αργότερα συμμετείχε στην πρώτη και τη δεύτερη Εθνοσυνέλευση εκπροσωπώντας τη Θεσσαλομαγνησία.
Η κυβέρνηση που συγκροτήθηκε το 1824 τον διόρισε γενικό έφορο παιδείας αναθέτοντάς τουτην ευθύνη του ελέγχου της εκπαιδευτικής κατάστασης στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Λίγο καιρό πριν ο ίδιος είχε γράψει μια ενημερωτική έκθεση με τίτλο Έκθεσις περί της παιδείας για λογαριασμό του Ιταλού φιλέλληνα Cte Pecchio. Το 1825 συντάσσει τον Κανονισμό των καθηκόντων του Εφόρου -προκειμένου να δώσει στην προσπάθειά του μια συστηματική μορφή- και ξεκινά την περιοδεία του στις Κυκλάδες. Έτσι, στα 1827 βρίσκεται ήδη στη Σύρο, όπου επιθεωρεί τα σχολεία του νησιού, διδάσκει και ιδρύει πρότυπο σχολείο εισάγοντας την αλληλοδιδακτική μέθοδο. Δάσκαλο και διευθυντή ορίζει τον παλιό του μαθητή Γεώργιο Κλεόβουλο και βοηθό του τον Φίλιππο Ιωάννου. Αλληλοδιδακτικό σχολείο εγκαινιάζει επίσης στην Πάρο, ενώ τον ίδιο χρόνο μαρτυρείται η παρουσία του και στον Πόρο. Μετά την ολοκλήρωση της περιοδείας του θα συντάξει -σε συνεργασία με τον Γ. Γεννάδιο- μια αναφορά-πρόταση για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών πραγμάτων της επαναστατημένης χώρας, την οποία υποβάλλει στον Καποδίστρια. Στη συνέχεια κατευθύνεται προς το Ναύπλιο, όπου θα λάβει μέρος μαζί με τον Γαζή στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.
Τον Μάρτιο του 1829 διορίζεται από τον Καποδίστρια μέλος της τριμελούς επιτροπής, η οποία οργάνωσε και διεύθυνε το ορφανοτροφείο της Αίγινας. Συνεργάτες του υπήρξαν οι Θ. Φαρμακίδης και Α. Σούτσος. Ο ίδιος αναλαμβάνει την οικονομική διαχείριση του ιδρύματος και συντάσσει τον κανονισμό λειτουργίας του. Θα παραμείνει στη διοίκηση του ορφανοτροφείου μέχρι το 1833, ενώ μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη θα επιστρέψει στις Μηλιές. Η αδιαφορία που επέδειξε για το έργο του η κυβέρνηση των Βαυαρών και η παραγκώνισή του με τον ερχομό του Όθωνα, τον αναγκάζουν να αναχωρήσει για την τουρκοκρατούμενη τότε γενέτειρά του (περ. 1835). Θα παραμείνει εκεί διδάσκοντας αφιλοκερδώς έως τις 6 Αυγούστου 1844, οπότε πεθαίνει πάμφτωχος.
Η σύνολη συγγραφική δραστηριότητα του Γρ. Κωνσταντά αποτελείται από βιβλία γεωγραφικού, ιστορικού, φιλολογικού και φιλοσοφικού περιεχομένου. Πρόκειται για πρωτότυπα κείμενα ή μεταφράσεις. Μεταξύ αυτών αναφέρουμε ενδεικτικά τη Νεωτερική Γεωγραφία , που συνέγραψε από κοινού με τον Δ. Φιλιππίδη. Στο τρίτομο αυτό έργο, του οποίου μόνο ο πρώτος τόμος τυπώθηκε στη Βιέννη, επιχειρείται μια ανθρωπογεωγραφική περιγραφή των τόπων που αναφέρονται. Γίνεται προσπάθεια, δηλαδή, μαζί με την απεικόνιση της χωρογραφίας να καταγραφούν και να αναλυθούν τα κοινωνικοπολιτισμικά φαινόμενα των εκάστοτε γεωγραφούμενων τόπων σε γλώσσα απλοελληνική.
Ειδικότερα για τις γλωσσικές του πεποιθήσεις, μας πληροφορεί στον πρόλογο της δικής του μετάφρασης του έργου του Σοανίου, όπου υποστηρίζει πως μεταχειρίζεται την κοινή ελληνική προκειμένου το έργο του να γίνεται κατανοητό από το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό αναγνωστών. Η ανάγκη για ευρύτερη συμμετοχή στην παιδεία επιβάλλει, κατά τον Κωνσταντά, μια γενικευμένη χρήση της σύγχρονής του ορθόδοξης δημοτικής. Ωστόσο, σε μεταγενέστερες συγγραφές του πρόκειται να αποκλίνει από το παραπάνω γλωσσικό του πρότυπο προς ένα περισσότερο παραδοσιακό, όπως και ο συγγενής του Δ. Φιλιππίδης.
Εργογραφία
* Στοιχεία της Λογικής, Μεταφυσικής και Ηθικής (μετάφραση), Βενετία, 1804
* Γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη, 1791
* Γενική Ιστορία του Μillot (μετάφραση), Βιέννη, 1806
* Φιλοθέου Πάρεργα (έκδοση), Βενετία, 1800
* Έκθεσις περί παιδείας
* Κανονισμός των καθηκόντων του Εφόρου
Ε. ΑΜΥΓΔΑΛΑΚΗ
Α. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ