Χάρης Καραμπαρμπούνης
Πρέσβης ε.τ.


Η εισήγηση αυτή περιορίζεται κυρίως στην ευρωπαϊκή δράση του Ιωάννη Καποδίστρια από το 1803 μέχρι το 1822, οπότε και απομακρύνθηκε από τη ρωσική διπλωματική υπηρεσία. Συνεπώς δεν αναφέρεται στο ρόλο του στην υπόθεση της ελληνικής επανάστασης, ούτε και στη θητεία του ως Κυβερνήτη της Ελλάδας (1828-1831). Η μόνη αναφορά σε ελληνικές υποθέσεις είναι το Επτανησιακό, ως ζήτημα όμως ευρωπαϊκής πολιτικής και αντικείμενο του Συνεδρίου της Βιέννης.

Σταδιοδρομία
Γεννημένος στην Κέρκυρα, με καταγωγή την ΄Ιστρια της Αδριατικής και από ευγενή οικογένεια, γραμμένη στη Χρυσή βίβλο, ο Ιωάννης
Καποδίστριας, σπούδασε ιατρική στην Πάντοβα καθώς και νομικά και φιλοσοφία. Σύντομα, χάρις και στον πατέρα του Αντώνη που ήταν
εκπρόσωπος της Ιονίου Γερουσίας, αναμείχθηκε με τα κοινά των Επτανήσων, που από το 1800 έχουν περάσει στη ρωσοτουρκική κυριαρχία. Στο πρωτόγνωρο αυτό πολιτειακό σχήμα, ο Κερκυραίος εκλέχθηκε το 1803 Γενικός Γραμματέας της Επτανήσου Πολιτείας, στη συνέχεια συνέβαλε στη σύνταξη του Ιόνιου Συντάγματος (1803) και αργότερα διατέλεσε έκτακτος επίτροπος για την άμυνα της Λευκάδας κατά του Αλή Πασά (1807). Τα αξιώματα αυτά έδωσαν στον Καποδίστρια την ευκαιρία να έλθει σε επαφή με τους αντιπροσώπους στο νησί και ιδιαίτερα με τον Ρώσο Πληρεξούσιο Γ. Μοτσενίγο και, σε συνδυασμό και με την άρνησή του να δεχθεί να υπηρετήσει τους Γάλλους που από το 1807 είχαν επανέλθει στο νησί, να του ανοίξουν τον δρόμο για την Αγ. Πετρούπολη.

Οι υπηρεσίες του Καποδίστρια προς τη Ρωσία δεν άργησαν να ανταμειφθούν. Το 1808, ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών Ν. Ρουμάντσιεφ αφού του ανακοίνωσε την απονομή του παράσημου του Ιππότη της Αγίας ΄Αννας, τον προσκάλεσε στην Αγ. Πετρούπολη και τον διόρισε ως κρατικό σύμβουλο στο Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών. Το 1811 ο Κερκυραίος διπλωμάτης τοποθετήθηκε ως υπεράριθμος Ακόλουθος στη ρωσική πρεσβεία στη Βιέννη και το 1812 διπλωματικός σύμβουλος του διοικητή της στρατιάς του Δούναβη Τσιτσάγκωφ και στη συνέχεια Μπάρκλαϋ Τόλλη.

Το 1813 ο Καποδίστριας εστάλη, μαζί με τον αυστριακό πρέσβη Λέμπτσελτερν, με τη συγκαλυμμένη ιδιότητα του εμπόρου, στην Ελβετία για να διευθετήσει το εκεί ακανθώδες ζήτημα. Χάρις στους εύστοχους χειρισμούς του ο Καποδίστριας έφερε σε πέρας επιτυχώς την αποστολή του, με αποτέλεσμα να αποσπάσει την ευγνωμοσύνη των Ελβετών, να παρασημοφορηθεί από πολλούς ηγεμόνες (Τσάρος, Αυστριακός αυτοκράτορας, Πρώσος βασιλιάς) και κυρίως να περιληφθεί από τον Αλέξανδρο στα μέλη της ρωσικής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο της Βιέννης. Η συμβολή του ήταν καθοριστική στις τελικές αποφάσεις του για το θέμα της δημιουργίας του ανεξάρτητου κράτους των Επτανήσων, της εγκαθίδρυσης της Γερμανικής Ομοσπονδίας και της ανόρθωσης της Γαλλίας στο ευρωπαϊκό σκηνικό. Ο κερκυραίος ευπατρίδης έθεσε επίσης στον Τσάρο το ζήτημα της απελευθέρωσης των Ελλήνων, οι οποίοι «μετά τον Θεό, θεωρούν  προστάτη μόνον την ομόθρησκη αυτοκρατορική Ρωσία». Επίσης, το 1815 ο Καποδίστριας ίδρυσε τη Φιλόμουσο Εταιρεία (μαζί με Μητροπολίτη Ιγνάτιο, ΄Ανθιμο Γαζή, Αλ.Στούρτζα) για να βοηθήσει νεαρούς έλληνες να σπουδάσουν. Επειδή τα μέλη της πρόσκεινταν στους Ρώσους, η αυστριακή αστυνομία τα παρακολουθούσε από κοντά.

Μετά την επιτυχή παρουσία του Καποδίστρια στο Συνέδριο της Βιέννης, ο Τσάρος τον διόρισε το 1816 Γραμματέα επί των Εξωτερικών, αφού ο Νέσσελροντ είχε χάσει από καιρό την αυτοκρατορική εύνοια. Με τη νέα ιδιότητα, ο Καποδίστριας είχε ενεργό συμβολή στο
συνέδριο ΄Ααχεν (1818) και ιδίως υπέρ της Γαλλίας, στη διάσκεψη του Κάρλσμπαντ (1819), στο συνέδριο του Τροππάου (1820) για την επέμβαση στην Ιταλία και στο συνέδριο του Λάϋμπαχ για την ελληνική επανάσταση.

Εκείνο το ζήτημα που πραγματικά έφερε τον Καποδίστρια σε αντίθεση με τον Τσάρο ήταν η ελληνική ανεξαρτησία που αποτέλεσε τη λυδία λίθο της μακρόχρονης συνεργασίας τους. Στο συνέδριο του Λάϋμπαχ ο Αλέξανδρος Α΄ στις συνωμοτικές θεωρίες του Μέττερνιχ, αποδοκίμασε το κίνημα του Υψηλάντη, αλλά δεν διέταξε τη βίαιη καταστολή του χάρις στην παρέμβαση του Καποδίστρια που απάλυνε κάπως τα πράγματα. Και ναι μεν πρόσκαιρα η πίεση προς τον Αλέξανδρο, σε συνδυασμό με τις αντιδράσεις στο εσωτερικό για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και τις σφαγές των Χριστιανών προκάλεσε τη διακοπή των ρωσοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων λόγω άρνησης της Πύλης να παράσχει εγγυήσεις στους ομόδοξους της Ρωσίας. Αλλά βαθμιαία ο Τσάρος μεταστράφηκε, στέλνοντας τον πρεσβευτή του στη Μαδρίτη Τατίτσεφ στη Βιέννη για να εξουσιοδοτήσει τον Μέττερνιχ, που είχε αρχίσει να δείχνει προσωρινά κάποια δραστηριότητα στο ελληνικό ζήτημα, να συνεννοηθεί με την Αγγλία για τη διαπραγμάτευση με την Πύλη. ΄Ηταν φανερό ότι η διαφορετική πολιτική έναντι του ελληνικού ζητήματος δεν άργησε να καταλήξει σε διαφωνία των δύο ανδρών. Η επάνοδος στην αυτοκρατορική αυλή του Νέσσελροντ, που τον υπονόμευε, οδήγησε τον Καποδίστρια να ζητήσει από τον Τσάρο να τον απαλλάξει οριστικά από τα καθήκοντά του.

Ο Αλέξανδρος του έδωσε άδεια απεριόριστης διάρκειας, αλλά απέφυγε να τον απολύσει από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών για να μη γίνει γνωστή η διαφωνία του. Ο Καποδίστριας εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης και, σε συνεργασία με τον γνωστό τραπεζίτη Εϋνάρδο, προσπάθησε να βοηθήσει τον Αγώνα, ενισχύοντας τον φιλελληνισμό. Παράλληλα, ανέπτυξε επαφές με επιφανείς διπλωμάτες, όπως ο πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορδ Κάννιγκ, εξάδελφος του γνωστού άγγλου πολιτικού, γνωριμία που θα τον βοηθήσει αργότερα στην περίφημη διάσκεψη του Πόρου για τον καθορισμό των ελληνικών συνόρων (1828). Το 1826, ο Καποδίστριας υπέβαλε το 1826 σπουδαίο υπόμνημα στον νέο Τσάρο Νικόλαο Α΄, στο οποίο σε συντομία περιέγραφε τη διπλωματική του δράση μέχρι το 1822. Την 1 Ιουλ. 1827, όταν είχε δρομολογηθεί η νέα του σελίδα στην ελληνική πολιτεία, υπέβαλε την οριστική του παραίτηση.

Θεματογραφία
Οι θέσεις του Καποδίστρια είναι διατυπωμένες γραπτώς με διάφορους τρόπους, ο κυριότερος των οποίων ήταν η σύνταξη αξιόλογων Υπομνημάτων και σειράς επιστολών προς τον Τσάρο (ενδιαφέρουσα είναι ακόμη και η αλληλογραφία προς τον πατέρα του). Σημαντικό είναι το περίφημο Υπόμνημα προς τον Τσάρο Νικόλαο Α΄ , με τη λήξη της διπλωματικής του ιδιότητας (1826) στην οποία εκθέτει βασικά σημεία της σταδιοδρομίας. Ωστόσο υπάρχουν πολλές πτυχές της σταδιοδρομίας που είτε αποκρύπτονται είτε περιγράφονται ελλιπώς, όπως τα θέματα της ελληνικής επανάστασης.

Από τη σειρά και μόνο των περίφημων Υπομνημάτων αποτελεί ένα πανόραμα της τότε ευρωπαϊκής και διεθνούς επικαιρότητας. ΄Ετσι, επιχειρώντας μια αποτίμηση ενός καταλόγου 44 Υπομνημάτων, διαπιστώνουμε ότι αφιέρωσε:

Δέκα υπομνήματα για την Ελλάδα και Επτάνησα: Ιστορικές τύχες της Επτανήσου Δημοκρατίας 1799/Υπόμνημα για την κατάσταση των Ελλήνων 1811/Η διευθέτηση του επτανησιακού ζητήματος 1814/Η ιδέα εγκαταστάσεως του Τάγματος των Ιπποτών της Μάλτας στα Επτάνησα 1814/ Αιτήματα των Ελλήνων οπλαρχηγών στα νησιά του Ιονίου 1814/ Παροχή βοήθειας στον Γεωργάκη Ολύμπιο  1814/΄Ιδρυσις της Φιλομούσου Εταιρείας στη Βιέννη για τη στήριξη της παιδείας στην Ελλάδα 1814/Διαπραγματεύσεις για τα Ιόνια νησιά/Κατάσταση της Επτανήσου 1815/ Οι ωμότητες των Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη 1821/Η Ελληνική Επανάσταση 18121

Εννέα υπομνήματα για διάφορα ευρωπαϊκά ζητήματα (Ελβετία, Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Πολωνία): Η λύση του ελβετικού ζητήματος 1814/ Διαπραγματεύσεις για το Ελβετικό ζήτημα 1815/ Μακρά ασχόλησις με το Γερμανικό πρόβλημα/Περί της Γερμανικής αυτοκρατορίας 1815/Απόψεις για την ιταλική χερσόνησο/Εσωτερική κατάσταση της Ισπανίας και οι αποικίες της στη Νότιο Αμερική 1815/ Διευθέτηση διαφορών μεταξύ Βραζιλίας (Πορτογαλίας) και Ισπανίας στάσεις της διπλωματικής δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ευρώπη 1816/Εμπορικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Πολωνίας και Πρωσίας 1816/Θέματα της Πολωνικής Δίαιτας 1818)

Οκτώ υπομνήματα για την πολιτική της Ρωσίας στην Ανατολή :Μέσα για τον τερματισμό του πολέμου Ρωσίας και Τουρκίας 1812/ Στατιστική και εμπορική μελέτη για την Κριμαία/Στρατιωτικός αντιπερισπασμός στη Νότια Ευρώπη σε περίπτωση πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Γαλλίας 1811/Τρόπος προελάσεως του ρωσικού στρατού προς την Κωνσταντινούπολη, ώστε οι Τούρκοι να υποχρεωθούν να συμμαχήσουν με τη Ρωσία ή να αδρανοποιηθούν 1812/Ρύθμισις παραλιακών ασιατικών εδαφών μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής  Αυτοκρατορίας 1818/Εξωτερική πολιτική της Ρωσίας ενόψει του Συνεδρίου του ΄Ααχεν 1818/ ΄Αμεση πολεμική δράση της Ρωσίας στη Βαλκανική 1821/ Η πολιτική της Ρωσίας έναντι της Τουρκίας 1822)

Επτά υπομνήματα για τα Συνέδρια Ειρήνης: Η ανακωχή με τον Ναπολέοντα 1813/ Η Ανάλυση της συνθήκης των Παρισίων 1814/Αποκατάσταση της Γαλλίας ως κυριάρχου κράτους με την ήττα του Ναπολέοντος 1815/ Η εδαφική ακεραιότητα της Γαλλίας 1815/ Εδαφικές ρυθμίσεις μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας 1815/ Κατάσταση διαμορφωθείσα στην Ευρώπη μετά τις συνθήκες Βιέννης και Παρισίων 1815/ Συμπεράσματα και κρίσεις για το Συνέδριο του ΄Ααχεν 1818

΄Εξη υπομνήματα για τα Βαλκάνια: Στατιστική μελέτη Μολδαβίας και Βλαχίας/Δημόσια εκπαίδευση στο Βουκουρέστι/Εμπορική κατάσταση της Ανατολής και νέοι εμπορικοί δρόμοι/Απόψεις για τον Αλή πασά Τεπελενλή/Η θλιβερή κατάσταση των Σέρβων 1812/ Η αναδιοργάνωση της ρωσοκρατούμενης Βεσσαραβίας 1822)


Τρία υπομνήματα για διάφορα άλλα διεθνή ζητήματα: Σύνοψη ιστορική περί της ενεστώσας καταστάσεως της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας/Διαμάχη Ορθόδοξων και Ρωμαιοκαθολικών για τον ΄Αγιο Τάφο στα Ιεροσόλυμα 1818/Μέτρα εξαλείψεως της πειρατείας 1818.

Πρωτοβουλίες
Ο Καποδίστριας πίστευε, όπως και ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Κάσλρη, ότι η διατήρηση της ειρήνης στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και ισορροπία δυνάμεων, αλλά και στα δικαιώματα των λαών. Η πολιτική αυτή δεν ήταν πάντοτε σύμφωνη με
τις αντιλήψεις και τις αποφάσεις του Τσάρου, ωστόσο ο ΄Ελληνας διπλωμάτης είχε το σθένος να τις προβάλει και να τις υποστηρίξει με ισχυρή επιχειρηματολογία. Και μόνον όταν οι απόψεις του και οι πεποιθήσεις του ήταν σε πλήρη αντίθεση με την πολιτική της Ρωσίας, όπως στην περίπτωση της ελληνικής επανάστασης, δεν δίστασε ο Καποδίστριας να διαφωνήσει με τον Αλέξανδρο Α΄ και να υποβάλει την παραίτησή του από τη θέση του Γραμματέα των Εξωτερικών. Ας δούμε ειδικότερα μερικές από τις περιπτώσεις αυτές κατά χρονολογική τάξη.

1) Αρχίζουμε από την υπόθεση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, που είχε τερματίσει τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806-1812 και που έδινε τη Βεσσαραβία στη Ρωσία και τη Μολδοβλαχία στην Τουρκία. Ο Καποδίστριας, από τη θέση του διπλωματικού συμβούλου του διοικητή της στρατιάς του Δούναβη, ζήτησε την καταγγελία της συνθήκης αυτής, λόγω παρασπονδίας της Τουρκίας (που μάλιστα εξακολουθούσε να παραμένει πιστή στον Βοναπάρτη) και την αντικατάστασή της από νέο διακανονισμό, που θα ανακήρυσσε σε ομόσπονδες ηγεμονίες τη Μολδοβλαχία και τη Σερβία. Παράλληλα εργάστηκε επιτυχώς και για την ανάπτυξη της Βεσσαραβίας. Ο Τσάρος απέρριψε το σχέδιο, φοβούμενος νέα πολεμική εμπλοκή και υποκίνηση επαναστατικών κινήσεων και περιορίστηκε να πιέσει την Πύλη στην εφαρμογή της συνθήκης, κρατώντας ως ενέχυρο τα φρούρια της Μαύρης Θάλασσας που όφειλε να εκκενώσει. Αλλά η πολιτική αυτή όχι μόνο έκαιγε τις γέφυρες της συνεννόησης με την Πύλη, ενώ δεν απέτρεψε νέες πολεμικές περιπέτειες, αφού η Τουρκία ήταν εκείνη που τελικά κατήγγειλε τη συνθήκη του Βουκουρεστίου και ανακατέλαβε την Σερβία. Ακολούθησε περίοδος ψυχοφθόρων σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, έως ότου ο πόλεμος του 1828 και η συνθήκη της Αδριανούπολης του 1829 έδωσαν λύση σε αρκετά βαλκανικά ζητήματα, δικαιώνοντας κατά κάποιο τρόπο τις επιφυλάξεις του Κερκυραίου διπλωμάτη.

2) Το 1814 ο Τσάρος ανέθεσε στον Καποδίστρια μυστική αποστολή στην Ελβετία, προκειμένου να την αποσπάσει από τη γαλλική επιρροή και να κατοχυρώσει την ανεξαρτησία και ουδετερότητά της, ενάντια στην πολιτική του Μέττερνιχ, που επιδίωκε απλώς την εγκαθίδρυση στην Ελβετία φιλοαυστριακής κυβέρνησης, και την εξασφάλιση άδειας διέλευσης των αυστριακών στρατευμάτων από την ελβετική επικράτεια εναντίον της Γαλλίας. Ο Καποδίστριας συνυπέγραψε μεν με τον αυστριακό απεσταλμένο κοινή δήλωση για τη διέλευση των στρατευμάτων αυτών, αλλά, όπως εξήγησε στον «έκπληκτο Τσάρο», η ενέργεια αυτή απέβλεπε στο να εκθέσει τους Αυστριακούς στα όμματα των Ελβετών ως «εισβολείς», ενώ θα μπορούσε ευχερώς να αποδοκιμαστεί από τον Τσάρο, αφού προήλθε από μυστικό πράκτορα και όχι από επίσημο εκπρόσωπο της Ρωσίας. Η πρωτοβουλία αυτή, ασφαλώς, είχε θετικό αντίκτυπο, αφού ο Καποδίστριας, που στο μεταξύ διορίστηκε΄Εκτακτος Απεσταλμένος και Πληρεξούσιος του Τσάρου στην Ελβετία, διέσωσε πολλά ελβετικά καντόνια από το γαλλικό και αυστριακό δόκανο, φέροντας με επιτυχία σε πέρας το εγχείρημα της ίδρυσης της ελβετικής ομοσπονδίας.

3) Μετά την επιτυχή έκβαση του ελβετικού ζητήματος ο Καποδίστριας κλήθηκε από τον Τσάρο να συμμετάσχει στη ρωσική αντιπροσωπεία στο Συνέδριο της Βιέννης. Οι πρωτοβουλίες που ανέλαβε είχαν καθοριστικό χαρακτήρα, αφού αφορούσαν καίρια θέματα της επικαιρότητας, όπως το γερμανικό, το γαλλικό και το επτανησιακό. Συγκεκριμένα διαβλέποντας ότι υπήρχαν πολλές εκκρεμότητες που μπορούσαν να δημιουργήσουν εμπόδια στην επίτευξη λύσης, πρότεινε να μην αναμένεται η επίτευξη συμφωνίας για το σύνολο των ζητημάτων, αλλά να κλείνεται ειδική συνθήκη αμέσως μετά τη συμφωνία για τα βασικά στοιχεία ενός ζητήματος, σύμφωνα με την αρχή της χωριστής συμφωνίας. Η πρόταση αυτή αποδείχθηκε σωτήρια, γιατί, η απόδραση του Ναπολέοντα από την ΄Ελβα (1815) μπορούσε να δημιουργήσει ρήγματα στο οικοδόμημα της Βιέννης, αλλά ο κίνδυνος αυτός αποφεύχθηκε, αφού, χάρις στην τακτική του Καποδίστρια, τα περισσότερα από τα ευρωπαϊκά ζητήματα είχαν ήδη επιλυθεί.

4) Ειδικότερα, όσον αφορά τη Γερμανία, είχε μεν αποκλειστεί η ενοποίησή της με την ίδρυση της Γερμανικής Ομοσπονδίας, αλλά η Αυστρία εξακολουθούσε να επιδιώκει τον ρόλο της αποκλειστικής προστάτιδας δύναμης γερμανικών κρατιδίων, παραμερίζοντας την 166 Χάρης Καραμπαρμπούνης Πρωσία. Ο Καποδίστριας δεχόταν την ομοσπονδιακή μορφή της Γερμανίας με την πρωτοκαθεδρία της Αυστρίας, προκειμένου να την απομακρύνει και από τη διεκδίκηση των Επτανήσων. Παράλληλα, όμως, υποστήριζε τα πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα της Ομοσπονδίας, η οποία θα πρέπει να είναι πραγματικά ανεξάρτητη, δηλαδή «να μπορεί να κηρύσσει πόλεμο και να συνάπτει ειρήνη, να αποφαίνεται σχετικά με τις έριδες ανάμεσα στους ηγεμόνες, να εγγυάται την τήρηση των τοπικών Συνταγμάτων.....». Μερικές από τις θέσεις αυτές απηχούσαν και την τελική ρύθμιση για τη Γερμανία και με τον τρόπο αυτό, παραμερίζονταν οι μακροχρόνιες έριδες ανάμεσα στους τοπικούς ηγεμόνας, διασφαλιζόταν η ειρήνη στη Γερμανία και κυρίως αποκαθίστατο η ισορροπία δυνάμεων στην κεντρική Ευρώπη.

5) Επίσης ο Καποδίστριας θεωρώντας απαραίτητη τη διαφύλαξη της ρωσογαλλικής φιλίας, υπεραμύνθηκε της Γαλλίας. Αφού αρχικά επι-
σήμανε τους σκοπούς του πολέμου κατά του Ναπολέοντα (απελευθέρωση της Γαλλίας από τον Βοναπάρτη, επαναφορά του παλαιού καθεστώτος, συμμαχική κατοχή, θέσπιση εγγυήσεων κατά Γαλλίας, χρηματική αποζημίωση), υποστήριξε ότι η Γαλλία δεν ήταν πλέον εχθρική χώρα και συνεπώς οι όροι ειρήνης δεν έπρεπε να ιδιαίτερα επαχθείς. Οι Σύμμαχοι δέχθηκαν τα επιχειρήματα του Καποδίστρια και με τη δεύτερη συνθήκη ειρήνης των Παρισίων (1815) δεν αποσπάστηκαν γαλλικές επαρχίες από τη Γαλλία του 1789, περιορίστηκε η πολεμική αποζημίωση- για την καταβολή της οποίας ορίσθηκε στρατός κατοχής 3-5 ετών- και μόνο επιστράφηκαν τα καλλιτεχνήματα που είχαν αφαιρεθεί από το Ναπολέοντα.

6) Η πρώτη μεγάλη παρέμβαση του Καποδίστρια στην εξωτερική πολιτική του Τσάρου αφορούσε τη συνθήκη της Ιερής Συμμαχίας (της 26 Σεπτεμβρίου 1815), που συνομολογήθηκε με πρωτοβουλία του Τσάρου και τη συνυπογραφή του Φραγκίσκου της Αυστρίας και του Φρειδερίκου-Γουλιέλμου της Πρωσίας. Οι τρεις Αυτοκράτορες, που ανήκαν στα τρία δόγματα του Χριστιανισμού-ορθοδοξία, καθολικισμός, προτεσταντισμός- διακήρυσσαν, με χριστιανικές και βιβλικές ευχές, να ενεργούν, τόσο στη διοίκηση των κρατών όσο και στις σχέσεις τους με τις άλλες κυβερνήσεις με γνώμονα τους κανόνες της χριστιανοσύνης, δικαιοσύνης, φιλανθρωπίας και ειρήνης. Επίσης όριζαν ότι θα έμεναν ενωμένοι, και θα πρόσφεραν σε κάθε περίπτωση προστασία και επικουρία, ως εντολοδόχοι της θείας πρόνοιας. Παρά το γεγονός ότι όλοι σχεδόν οι ηγεμόνες ης Ευρώπης (εκτός από τον Αντιβασιλέα της Αγγλίας και τον Σουλτάνο) προσχώρησαν στην Ιερά Συμμαχία, αυτή αποκλήθηκε από τους ηγεμόνες της Ευρώπης ως «ένα κείμενο χωρίς νόημα», «ένα ηχηρό τίποτε».

Ο Καποδίστριας, που δεν συμφωνούσε με αυτήν πρωτοβουλία του Τσάρου, αποτόλμησε να αντιπροτείνει στον Τσάρο την περίληψη των υψηλών μηνυμάτων της Ιερής Συμμαχίας όχι σε κείμενο Συνθήκης, αλλά σε μια Διακήρυξη αρχών, και εισακούστηκε. Λίγο αργότερα, ο Τσάρος του ανέθεσε το έργο της παρακολούθησης της Συμμαχίας, την οποία έβλεπε, όπως και τη συνθήκη της Τετραρχίας, ως όπλο καταπίεσης των λαών. Ο Καποδίστριας επεδίωξε τη σταδιακή απεμπλοκή της Ρωσίας από την Ιερά Συμμαχία και προς τούτο, δημοσίευσε το κείμενο της μέχρι τότε μυστικής συμφωνίας, ώστε να αποτελέσει μήνυμα προς όλους τους λαούς και να διευρύνει τη βάση της. Είναι η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας μιας σύμπραξης μεγάλων και μικρών κρατών και δημιουργίας μιας πανευρωπαϊκής ιδέας που θα εξασφάλιζε τη δικαιοσύνη και την ειρηνική επίλυση των διαφορών. Στο πλαίσιο αυτής της οπτικής τοποθετείται και η ρωσική πρόταση από 2 Απρ. 1816 για γενικό αφοπλισμό. Η προσπάθεια αυτή δεν τελεσφόρησε, διότι οι καιροί δεν ήσαν ώριμοι, ιδίως από την Αυστρία και την Αγγλία που έσπευσαν να απορρίψουν την ρωσική πρόταση καθώς και λόγω του αυξανόμενου συντηρητισμού του Αλέξανδρου.

(7) Στην περίπτωση των Επτανήσων, ο Καποδίστριας είχε «λευκή επιταγή» από τον Τσάρο. Κατάφερε να αποκλείσει τους διάφορους μνηστήρες και κυρίως την Αυστρία την οποία έστρεψε προς την γερμανική ομοσπονδία. Τελικά διαπραγματεύθηκε επιτυχώς την ανακήρυξή τους στο «ανεξάρτητο κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών των Ιονίων Νήσων» υπό την προστασία εκείνης της χώρας που θα παραχωρούσε Σύνταγμα (με δική του Βουλή, σημαία, ένοπλες δυνάμεις, κρατική οργάνωση, πανεπιστήμιο), δηλαδή της Αγγλίας που ήδη τα κατείχε από το 1809. Αυτή η ρύθμιση προοιωνιζόταν μεν ένα ευτυχές μέλλον τόσο για την ιδιαίτερη πατρίδα του Καποδίστρια όσο και για την υπόδουλη Ελλάδα, αλλά οι ΄Αγγλοι καταχράστηκαν την εντολή προστασίας τους και εφήρμοσαν μια αυταρχική διοίκηση για 50 περίπου χρόνια.

8) ΄Οσον αφορά το Πολωνικό προέκυψε μια διαφωνία του Καποδίστρια για το διάγγελμα του Τσάρου κατά την έναρξη των εργασιών του πρώτου πολωνικού κοινοβουλίου (σύμφωνα με το Σύνταγμα του Νοεμβρίου του 1815), στο οποίο αφηνόταν ελπίδα για την απόδοση στο μέλλον των αποσπασθέντων από τη Ρωσία πολωνικών εδαφών. Και στο σημείο αυτό, ο Κερκυραίος διπλωμάτης δικαιώθηκε, αφού η ρωσική κατοχή πολωνικών εδαφών διήρκεσε για έναν αιώνα, ακόμη και κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

9) Το 1818 πραγματοποιήθηκε στο ΄Ααχεν Ευρωπαϊκή Διάσκεψη όχι με βάση το άρθρο 6 της Τετραπλής Συμμαχίας, όπως ζητούσε ο Κάσλρη, αλλά το άρθρο 5 της συνθήκης ειρήνης με τη Γαλλία, που προέβλεπε τη συμμετοχή και της Γαλλίας, όπως υποστήριξε ο Καποδίστριας. Ο Μέττερνιχ επιδίωκε την ανανέωση της Τετραρχίας, ώστε να πετύχει την παράταση της δέσμευσης της Ρωσίας και της απομόνωσης της Γαλλίας, με απώτερο σκοπό τη διάλυση της διαγραφόμενης γαλλορωσικής σύμπραξης. Ο Αλέξανδρος δέχθηκε μεν την ανανέωση της Τετραπλής Συμμαχίας, αλλά ο Καποδίστριας κατόρθωσε να ματαιώσει τα σχέδια του Μέττερνιχ, εξασφαλίζοντας τη μείωση των ιδιωτικών χρεών της Γαλλίας (δηλ. των δανείων), τη λήξη της στρατιωτικής κατοχής των 120 χιλ. ανδρών (που αρχικά ήσαν 150000, 30 χιλ. για κάθε Σύμμαχο δύναμη) και κυρίως την εισδοχή της στην Τετραρχία και την ανύψωσή της στη θέση της πρώτης Δύναμης, ως ισότιμο μέλος της Πενταρχίας.

10) Το 1819 συζητήθηκαν στη διάσκεψη του Κάρλσμπαντ οι γερμανοαυστριακές σχέσεις και κυρίως η αναπτυσσόμενη φιλελεύθερη κίνηση. Η διάσκεψη κατέληξε στη λήψη μέτρων καταστολής των φιλελευθέρων κινήσεων, ιδίως στον χώρο των Πανεπιστημίων. Ο Καποδίστριας, λόγω του ανελεύθερου χαρακτήρα των μέτρων αυτών, έπεισε τον Τσάρο να δηλώσει ότι, εάν συζητηθούν στο Κάρλσμπαντ αποκλειστικά γερμανικές υποθέσεις, η Ρωσία δεν θα συμμετείχε στη διάσκεψη, γιατί το θεωρούσε παρέμβαση στα εσωτερικά της γερμανικής ομοσπονδίας και αποτελούσε παρέκκλιση από την τήρηση των συνθηκών.

11) Η αρχή της επέμβασης είχε απασχολήσει από την πρώτη στιγμή την ευρωπαϊκή διπλωματία της εποχής και είχε φέρει αντιπαράθεση την Αγγλία, που τασσόταν υπέρ επεμβάσεων μόνο σε περίπτωση γενικής αναστάτωσης της Ευρώπης από επαναστατικά κινήματα με τον Μέττερνιχ, που εναντιωνόταν αδιακρίτως σε κάθε επαναστατική κίνηση και υποστήριζε την καταστολή της με ισχυρά αστυνομικά μέτρα, ακόμη και με στρατιωτική επέμβαση. Ο Τσάρος, που ήταν επηρεασμένος από τους ναπολεόντειους πολέμους και θεωρούσε πρώτη αιτία των αναστατώσεων της Ευρώπης τη Γαλλική Επανάσταση, έκλινε προς τις αυστριακές θέσεις και απέβλεπε στη διατήρηση των καθεστώτων και της ειρήνης πάση θυσία.

Αντίθετα, ο Καποδίστριας, χωρίς να αποκλίνει από την επίσημη θέση του Τσάρου, έθεσε ως κύριο μέλημα τη διάσωση της ειρήνης¸ όχι όμως με κάθε μέσο, και την πρόληψη των επαναστάσεων ως ήσσονα σκοπό. Πρέσβευε ότι η επιστροφή στο παλαιό καθεστώς και η διατήρησή του με τη βία ήταν αδύνατη λόγω του κινδύνου δημιουργίας περιπλοκών και αφορμής γενικού πολέμου. Η πρόληψη των επαναστάσεων και των ανατροπών ήταν δυνατή μόνο «με συνετούς θεσμούς, ικανούς να συνδυάσουν τα συμφέροντα των θρόνων που παλινορθώθηκαν προς τα συμφέροντα των λαών». Η ύπαρξη στα κράτη της Ευρώπης έντιμης αντιπολίτευσης θεωρείτο ωφέλιμη, τα αστυνομικά όμως μέτρα δυνατόν να ήσαν ανεπαρκή ή άστοχα. Η επέμβαση, σε περίπτωση επαναστάσεων, που πρέπει πάντως να είναι συλλογική, αποτελούσε ηθική προσβολή των κυβερνήσεων, που ήσαν ο στόχος τους. Ο Καποδίστριας εξέφραζε τις πιο φιλελεύθερες τάσεις της εποχής και προσπαθούσε να οδηγήσει τον Αλέξανδρο προς την κατεύθυνση αυτών, προς όφελος των λαών της Ευρώπης και των φιλελεύθερων πολιτικών κινημάτων των ευρωπαϊκών κρατών.

12) Η περίπτωση της επανάστασης στη Νεάπολη το 1819 αποτέλεσε το πρώτο πεδίο εκδήλωσης των διαφορετικών απόψεων για την έννοια της επέμβασης. Η Αυστρία, που είχε τον πρώτο λόγο στην Ιταλία από το συνέδριο της Βιέννης, πρότεινε τη στρατιωτική κατάληψη της Νεάπολης και την παλινόρθωση του βασιλιά Φερδινάνδου, απλώς με τη συναίνεση του Τσάρου σε μια προσωπική συνάντηση των δύο Αυτοκρατόρων. Ο Κερκυραίος ευπατρίδης απέτρεψε τη συνάντηση, προτείνοντας αντ΄αυτής τη σύγκληση ενός συνεδρίου των Πέντε, που θα αποφάσιζε συλλογικά, σύμφωνα με το πνεύμα των συνθηκών της Βιέννης και των Παρισίων, αλλά και θα έδινε την ευκαιρία στον Τσάρο να επαναφέρει θέματα του άμεσου ενδιαφέροντός του (π.χ. το ισπανικό). Στη διάσκεψη του Τροππάου (1819) συζητήθηκαν τα θέματα των εξεγέρσεων στην Ιταλία και Ισπανία, ενώ τέθηκαν και διάφοροι όροι για τον τρόπο εφαρμογής της αρχής της επέμβασης και τις συνέπειες στους αποκλίνοντες. Στο Τροππάου (1820), ο Καποδίστριας προσπάθησε να επαναφέρει το θέμα της γενικής Ευρωπαϊκής Συμμαχίας, προκειμένου να εναντιωθεί στις θέσεις του Μέττερνιχ, αλλά και πάλι οι καιροί ματαίωσαν τη συζήτηση

13) Στο συνέδριο του Λάϋμπαχ-σημερινή Λουμπλιάνα-του Ιανουαρίου 1821 αποφασίσθηκε τελικά η επέμβαση των Αυστριακών στη Νεάπολη. Παράλληλα έγινε γνωστό και το κίνημα του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία. Ο Τσάρος, επηρεαζόμενος αρκετά από τον Μέττερνιχ, παραμέρισε κάπως τον Καποδίστρια, αλλά ο τελευταίος κατόρθωσε να απαλύνει κάπως τα πράγματα. Σε αυστηρή επιστολή του προς τον Υψηλάντη, που απηχούσε τις απόψεις του Τσάρου, τον αποκήρυσσε μεν από τον ρωσικό στρατό και του απαγόρευε την επιστροφή του στη Ρωσία, αλλά έδωσε πραγματική μάχη για να μην αποσταλεί βοήθεια προς την Τουρκία και να παραμείνει ουδέτερος ο ρωσικός στρατός που στάθμευε στη Μολδοβλαχία.

Μηχανισμοί
Ο Καποδίστριας υπηρέτησε ένα Υπουργείο Εξωτερικών, που ήταν εξαιρετικά συγκεντρωτικό και του οποίου οι ρίζες ανατρέχουν στον 16ο αιώνα. Πρώτη μορφή του ήταν η ίδρυση της λεγόμενης «Πρεσβευτικής Διεύθυνσης» από το Ιβάν το Δ΄ το 1549, που ένα αιώνα αργότερα (1649) επεκτάθηκε και οργανώθηκε. ΄Οσον αφορά τη διπλωματική εκπροσώπηση οι Τσάροι προτιμούσαν τη χρησιμοποίηση διπλωματικών απεσταλμένων που προέρχονταν από την ελίτ των Βογιάρων και τους οποίους εφοδίαζε με λεπτομερείς οδηγίες και αξίωνε την αυστηρή τήρησή τους (που παρακολουθούσε μέσω Μυστικής Υπηρεσίας, πρακτική που συναντούμε αργότερα και στη Σοβιετική ΄Ενωση).

Η δημιουργία του πρώτου οργανωμένου διπλωματικού πυρήνα οφείλεται στον Μέγα Πέτρο, που, στο πλαίσιο μιας δυναμικής εξωτερικής πολιτικής, είχε ανάγκη να αναδιοργανώσει εκ βάθρων τον κρατικό μηχανισμό στα δυτικά πρότυπα. Στο πλαίσιο αυτό δημιούργησε το «Κολλέγιο των Εξωτερικών Υποθέσεων», που στελεχώθηκε και από ξένους διπλωμάτες, κυρίως Ολλανδούς και Γερμανούς και εγκατέστησε τις πρώτες μόνιμες πρεσβείες. Το αυτοκρατορικό Υπουργείο Εξωτερικών χρονολογείται από το 1802, αλλά ο πρώτος Υπουργός Βοροντσώφ ανήκε στο αυλικό περιβάλλον και ήταν, όπως και οι επόμενοι, υπόλογοι μόνο στον Τσάρο. Επόμενος Υπουργός ο Ρουμίντσιεφ, μετά τον οποίο ο Τσάρος ανέλαβε προσωπικά τη διαχείριση των εξωτερικών με Γραμματείς των Εξωτερικών αρχικά τον Νεσελρόντε και στη συνέχεια τον Ιω. Καποδίστρια.

Ο Αλέξανδρος ήταν ο μόνος που είχε δικαίωμα και δύναμη να χαράσσει πολιτική και να παίρνει αποφάσεις, αφού το καθεστώς τον αναγνώριζε μοναδικό φορέα εξουσίας που καθόριζε τις τύχες της χώρας του. Οι λεγόμενοι Υπουργοί ήσαν απλοί Σύμβουλοι που ήσαν εκτελεστικά όργανα και που περιορίζονταν στη διατύπωση γνώμης και στην εκτέλεση αποφάσεων. Σύμφωνα με παλιό μοντέλο, την περίοδο της άφιξης του Καποδίστρια στην Αγ. Πετρούπολη το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών συνέθετε ένα «πολυεθνικό μωσαϊκό», με προβάδισμα τον πρίγκιπα Ραζουμόβσκυ, πρέσβη στη Βιέννη, τον κόμη von Stackelberg, τον Γραμματέα των Εξωτερικών Κάρολο Ροβέρτο Νesselrode-Ereshoven (γιό ευγενούς από τη Βεστφαλία), τον Πότσο ντι Μπόργκο (γεννημένο στην Κορσική), τον Πολωνό πρίγκιπα Τσαρτορίσκι, τον βαρόνος d' Anstedt (γεννημένο στην Αλσατία) και τελευταίο τον Καποδίστρια.

Μέσα σε αυτό το «οριοθετημένο» πλέγμα κλήθηκε ο Καποδίστριας να ασκήσει τα διπλωματικά του καθήκοντα, με την ιδιότητα είτε του απλού διπλωμάτη, είτε του Υπουργού Εξωτερικών. Στα πλαίσια των καθηκόντων αυτών, ο Καποδίστριας, είτε ανέλαβε δικές του πρωτοβουλίες, όπως στην περίπτωση της εφαρμογής της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1812), της διευθέτησης του ελβετικού ζητήματος, είτε διατύπωσε δικές του απόψεις, όπως στην περίπτωση της εγκαθίδρυσης της Γερμανικής Ομοσπονδίας ή της επανόδου της Γαλλίας στο ευρωπαϊκό σκηνικό, είτε διαφοροποιήθηκε από τον Τσάρο, όπως στην περίπτωση της Ιεράς Συμμαχίας και της πρόληψης των επαναστάσεων. Η «αυτονόμηση» αυτή πάντως δεν οδήγησε σε ρήξη του Τσάρου με τον Καποδίστρια, ο οποίος πάντως διατεινόταν ότι πάντα ενεργούσε με τις εντολές ή τη συνεννόηση με τον Αλέξανδρο και του οποίου την εύνοια διατήρησε σε όλη τη διάρκεια της θητείας του.
Ο Καποδίστριας μετέφερε την τεράστια διπλωματική του εμπειρία στην Ελλάδα, όταν ανέλαβε ως Κυβερνήτης. Ωστόσο δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι και με την νέα του ιδιότητα ο Κυβερνήτης μεταφύτεψε πολλές από τις πρακτικές και νοοτροπίες που είχε αποκτήσει στην προηγούμενη θητεία του, ενδεδυμένες με το ευρωπαϊκό του κύρος. Ο Καποδίστριας ανέλαβε αποκλειστικά τον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, χωρίς να ζητήσει τη συνδρομή Συμβούλων. Στο συγκεντρωτικό αυτό σύστημα δεν περίσσευε κάποιος χώρος για κεντρική
διπλωματική υπηρεσία.

Είναι αληθές ότι στις 5 Φεβρουαρίου του 1829, ο Καποδίστριας ίδρυσε την πρώτη «Γραμματεία της Κυβέρνησης επί των Εξωτερικών και του Εμπορικού Ναυτικού», αλλά αυτό οφειλόταν σε ένα μάλλον συγκυριακό γεγονός, δηλαδή την ανάγκη ικανοποίησης του παραιτηθέντα, για λόγους εσωτερικής διαφωνίας, Γραμματέα της Επικρατείας Σπ. Τρικούπη, στον οποίο ανέθεσε και τη διεύθυνση της νεοσύστατης Γραμματείας. Αλλά και η Γραμματεία που σχηματίστηκε, θα έλεγα από «ακούσια εγκυμοσύνη», δεν άλλαξε τον τρόπο χειρισμού των εξωτερικών υποθέσεων, που, μετά την παραίτηση σύντομα του Τρικούπη από τη θέση αυτή, ξαναγύρισαν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Κυβερνήτη. ΄Οσον αφορά τη διπλωματική εκπροσώπηση στο εξωτερικό, τα χέρια του Κυβερνήτη ήσαν αρκετά δεμένα, αφού η Ελλάδα, απλώς αυτόνομη, δεν μπορούσε ακόμη να διαπιστεύει πρεσβευτές. ΄Ετσι, περιορίστηκε στην αποστολή απεσταλμένου του στο Παρίσι και ορισμένων προξένων σε λιμάνια του εξωτερικού.

Εικόνα
Θα κλείσουμε το εισαγωγικό αυτό σημείωμα με μερικές σκέψεις για τον Καποδίστρια, που ασφαλώς δεν αποβλέπουν σε συνολική αποτίμηση του πολύπλευρης πολιτικής και διπλωματικής σταδιοδρομίας του.

Είναι γνωστό ότι οι κρίσεις για τον Κερκυραίο ευπατρίδη είναι
αρκετά αντιφατικές. ΄Ετσι, χωρίς να εισέλθω σε λεπτομέρειες, στην Ελβετία η εικόνα του είναι άκρως θετική. Η πόλη της Γενεύης και τα καντόνια της Λωζάννης και του Βω τον ανακήρυξαν επίτιμο πολίτη. Και ο αρχηγός της ελβετικής αντιπροσωπείας στο συνέδριο των Παρισίων έλεγε «τι δυνάμεθα να πούμε για τον εξαίρετο αυτό άνδρα....είναι ο φοίνιξ της διπλωματίας, χωρίς αυτόν το Συνέδριο της Βιέννης θα ήταν διαφορετικό, ...χωρίς αυτόν η Ελβετία θα είχε εξολοκλήρου ανατραπεί ...αν περάσει ποτέ από τη Γενεύη, κτυπήσατε τους κώδωνες των εκκλησιών και χαιρετίσατε την άφιξή του δια του κεραυνού του πυροβολικού μας»

Αλλά και οι Γάλλοι εξυμνούσαν τη συνδρομή προς τη χώρα τους. Ο Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών (και μετέπειτα πρωθυπουργός) Δούκας ντε Ρισελιέ, όταν υπογράφηκε η σύμβαση για τη χρηματική αποζημίωση, δήλωσε στον Καποδίστρια ότι «στην ισχυρή παρέμβασή σας οφείλουμε τις ελαφρύνσεις που εξασφαλίσαμε». Και όταν ο βασιλιάς, μέσω του Ρισελιέ, πρόσφερε να ανταμείψει τον Καποδίστρια για την υποστήριξή του στο συνέδριο της Βιέννης, ο τελευταίος αφιλοκερδώς αποποιήθηκε την προσφορά και απλώς ζήτησε να λάβει τα εις διπλούν συγγράμματα των βασιλικών βιβλιοθηκών για να εμπλουτίσει τη βιβλιοθήκη της ιδιαίτερης πατρίδας του, αίτημα που έγινε αμέσως δεκτό, αλλά δυστυχώς ουδέποτε, λόγω των εξελίξεων, υλοποιήθηκε. Αυτό παρατήρησε και ο βρετανός πολιτικός Τζ. Κάννιγκ, που χαριτολογώντας είπε στον Καποδίστρια ότι αν και εκπροσωπεί αυτοκρατορική αυλή, ωστόσο υποστήριξε τα δημοκρατικά αιτήματα των καντονίων για να λάβει την απάντηση ότι «η δημοκρατική του νοοτροπία είναι κάτι το έμφυτο, όχι το επίκτητο».

Αντίθετα αρνητικά σχόλια δεχόταν ο Καποδίστριας από ευρωπαίους ιθύνοντες, όπως ο Μέττερνιχ και ως ένα βαθμό ο Κάσλρη, αλλά οι τοποθετήσεις τους αναμφίβολα συνδέονταν και με την αντίθεση τους προς τη γενικότερη ρωσική πολιτική. Από τη μια μεριά, τον θεωρούσαν ως εκπρόσωπο του Τσάρου-αν και ενίοτε αποστασιοποιημένο- από την άλλη πλευρά, υπέβλεπαν ότι κάθε κίνησή του απέβλεπε σε απελευθέρωση της Ελλάδας, όπως τη δημιουργία της Ιόνιου πολιτείας ως προανάκρουσμα ελληνικής πολιτείας, ή την αποφυγή επίκλησης της Τετραρχίας στο ΄Ααχεν. Τέλος, σημειώνουμε την αναφορά του θιασώτη του συντηρητικού ρεαλισμού Χένρυ Κίσσιγκερ, που σημείωνε ότι ο Καποδίστριας θυσίασε πολλά πράγματα από την επαγγελματική και προσωπική ζωή του για την ελληνική υπόθεση.

Ενδεικτική βιβλιογραφία
• Βακαλόπουλου Απόστολου «Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας και το πρώτο ελληνικό κράτος (1828-1831), εκδ. Αντ. Σταμούλη,
Θεσσαλονίκη 2009
• Βουρνά Τάσου «Η δολοφονία του Καποδίστρια. Το τίμημα της Ανεξαρτησίας», εκδ. Φυτράκη 1976
• Δαφνή Γρηγορίου «Ιωάννης Α. Καποδίστριας. Η γέννηση του ελληνικού κράτους», εκδ. ΄Ικαρος, Αθήνα 1975
• Δεσποτόπουλου Ι. Αλέξανδρου «Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και η απελευθέρωση της Ελλάδας»,εκδ. Μορφωτικό ΄Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1996
• Ιδρωμένου Α.Μ. «Ιωάννης Καποδίστριας. Κυβερνήτης της Ελλάδος», εκδ. Π.Δ. Σακελλάριου, Αθήνα 1900
• Καραμπαρμπούνη Χάρη «Δια της Διπλωματικής Οδού», εκδ. Ι. Σιδέρη, Αθήνα 2007
• Κούκκου Ελένη «Ιωάννης Καποδίστριας. Ο άνθρωπος-ο διπλωμάτης 1800-1828, αθήνα 1978
• Λάππα Τάκη «Καποδίστριας, ο Κυβερνήτης», εκδ. Πεχλιβανίδη,
• Λάσκαρι Μιχάλη «Αυτοβιογραφία Ιωάννου Καποδίστρια», Αθήνα 1940
• Μαργέλη Κατερίνα «Οι έλληνες τον καιρό του Καποδίστρια», εκδ. ΄Ομβρος, Αθήνα 1940
• Πετρίδη Παύλου «Η Ευρωπαϊκή Πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια. Θέσεις και προτάσεις για μια προοδευτικότερη τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη 1814-1821», εκδ. Συλλογή Αφών Τολίδη, Αθήνα 1988
• Σβολόπουλου Κωνσταντίνου «Το ιδεολογικό στίγμα του Ιωάννη Καποδίστρια», σε «Κατακτώντας την ανεξαρτησία. Δέκα Δοκίμια
για την Επανάσταση του 1821», εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2010
• Τούντα-Φεργάδη Αρετής «Ο Ιωάννης Καποδίστριας ως διπλωμάτης», εκδ. Ιω. Σιδέρη, Αθήνα 2009
• Χριστόπουλου Παναγιώτη «Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ως λειτουργός της διπλωματικής υπηρεσίας της Ρωσίας», σε « 175 χρόνια
διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας-Ρωσίας 1828-2003» του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών και Σπουδών Ιωάννης Καποδίστριας, εκδ. Ι.
Σιδέρης, Αθήνα 2007Οι διαστάσεις της διπλωματικής δράσης του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ευρώπη (1803-1822)

Πηγή : Διημερίδα Διεθνείς Σχέσεις, Ιστορία και Εξωτερική Πολιτική της Ελλάδος, στην εποχή του Κυβερνήτου Ιωάννη Καποδίστρια