Γράφει ο Ζαφείρης Καραβίας*
Η άφιξη του Ι. Καποδίστρια στην επαναστατημένη Ελλάδα

Όταν ο Ι. Καποδίστριας έφτασε στην επαναστατημένη Ελλάδα την 12η Ιανουαρίου του 1828 για να αναλάβει τα ηνία της νεογέννητης ελληνικής πολιτείας αντίκρισε έναν τόπο εξαθλιωμένο μαστιζόμενο από τον πολυετή πόλεμο και την έλλειψη επαρκών πόρων για την αξιοπρεπή διαβίωση του πληθυσμού. Επιπλέον οι Έλληνες επαναστάτες είχαν περιέλθει σε δεινή στρατιωτική κατάσταση καθώς πέραν των αποδεκατισμένων υπολειμμάτων του στρατού του Φαβιέρου τα οποία μετά την μακρά πολιορκία της ακροπόλεως από τον Κιουταχή το 1826 συμμετείχαν στην εκστρατεία της Χίου, δεν υπήρχε κάποιο άλλο οργανωμένο σώμα ικανό να διεξάγει πόλεμο. Ο Κιουταχής δε κατείχε την Στερεά Ελλάδα και ο Ιμπραήμ το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου.

Η συμβολή του Καποδίστρια στην επιτυχή έκβαση του ένοπλου αγώνα κατόπιν των αλλεπάλληλων λαθών των, υποτίθεται, ειδικών «στρατιωτικών» ήταν ανεκτίμητη.

 Η στρατηγική του Καποδίστρια σε θέματα πολέμου δεν ήταν η κατά μέτωπον επίθεση του στρατού κατά των ισχυρών δυνάμεων του εχθρού και των οχυρών του θέσεων, αλλά προτιμούσε με τις κατάλληλες κινήσεις να επιτυγχάνεται η προσβολή των μετόπισθεν του εχθρού, η κατάληψη ασφαλών θέσεων, η επίθεση κατά μεμονωμένων τμημάτων του εχθρού και τέλος η αποκοπή των γραμμών ανεφοδιασμού.

Ο Καποδίστριας φρόντισε να εξασφαλίσει τη γενική διεύθυνση του πολέμου μέσω μιας κεντρικής ηγεσίας η οποία καθόρισε τους αντικειμενικούς σκοπούς του πολέμου, τις απαραίτητες στρατιωτικές επιχειρήσεις, την αξιολόγηση των συμβουλών των ξένων όσον αφορά τις πολεμικές επιχειρήσεις, είχε την υπεύθυνη παρακολούθηση των πολεμικών επιχειρήσεων που ήταν υπό εξέλιξη, φρόντισε για την σωστή κατανομή των υπαρχόντων στρατιωτικών μέσων για τις πολεμικές επιχειρήσεις.

 Ιδρυσε το Γενικό Φροντιστήριο στο οποίο του ανατέθηκαν συν τω χρόνω καθήκοντα Γενικού Στρατηγείου και εξέδωσε ψήφισμα για τον κανονισμό της στρατολογίας.
Ο Καποδίστριας είχε στόχο την οργάνωση του στρατού, και αντιμετώπισε δύο σημαντικά προβλήματα. Ποια πρέπει να είναι η μορφή και η διάρθρωση των βασικών μονάδων, και ποιοί στρατιωτικοί θα τις στελεχώσουν.

Για την επίλυση των παραπάνω προβλημάτων ο Καποδίστριας οργάνωσε και τον άτακτο και τον τακτικό στρατό.

Καταρχήν χώρισε τον στρατό σε τρείς κύριες στρατιωτικές περιφέρειες: Την περιφέρεια Πελοποννήσου με αρχηγό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, την περιφέρεια Ανατολικής Ελλάδος με αρχηγό τον Δημήτριο Υψηλάντη και την περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος με αρχηγό τον στρατηγό Ρίτσαρντ Τσώρτς.
 
Ο στόλος χωρίσθηκε σε τέσσερις μοίρες: την μοίρα του Αιγαίου (περιλαμβανομένης και της ηπειρωτικής Ελλάδας) με αρχηγό τον Ανδρέα Μιαούλη, τη μοίρα ακτών Μεσσηνίας με αρχηγό τον Γεώργιο Σαχτούρη, τη μοίρα του Ευβοϊκού με αρχηγό τον Γεὠργιο Σαχίνη, τη μοίρα της Δυτικής Ελλάδος με αρχηγό τον Άγγλο πλοίαρχο Φρανκ Άστιγξ. Αρχηγός του στόλου των πυρπολικών ήταν ο Κωνσταντίνος Κανάρης με υπαγωγή του στη μοίρα του Αιγαίου.
 

Ο άτακτος στρατός οργανώθηκε με το να καθοριστεί η χιλιαρχία ως ανώτερη και βασική μονάδα η οποία περιλάμβανε δύο πεντακοσιαρχίες. (Κατά άλλη άποψη ο θεσμός των χιλιαρχιών δεν υπήρξε επιτυχής διότι θα έπρεπε να προτιμηθούν μικρότερες μονάδες. Άξιο αναφοράς αποτελεί το γεγονός ότι η μελέτη και η εισήγηση για τον τρόπο οργανώσεως του στρατού και συγκροτήσεώς του σε χιλιαρχίες, είχε ανατεθεί από τον Κυβερνήτη στους Δ. Υψηλάντη, Ι. Κωλέτη και Α. Μεταξά). Συνολικά οργανώθηκαν οκτώ χιλιαρχίες στις οποίες προβλέφθηκε σε κάθε μονάδα η ύπαρξη ιερέως, ιατρού και υπασπιστού και λοιπού προσωπικού. Οι στρατιώτες συνειδητοποίησαν ότι ήταν στρατιώτες της πατρίδος και όχι του αρχηγού που όλο τον προηγούμενο καιρό ακολουθούσαν. Οι ισχυροί δεσμοί μεταξύ των αρχηγών, που τοποθέτησε, και των ανδρών τους δεν διαταράχτηκαν γιατί επέλεξε στρατιωτικούς αναγνωρισμένους από τους Έλληνες ή γνωστούς φιλέλληνες.

Ο τακτικός στρατός αποτελείτο από δύο μονάδες ιππικού τακτικού και ελαφρού από 100 άνδρες το πρώτο και 150 το δεύτερο και ενός τάγματος πυροβολικού.

Ο Καποδίστριας έδειξε και μέσα από τον στρατιωτικό τομέα το ήθος και τις αρετές του. Μερίμνησε για την επιστροφή των «προσκυνημένων» καπετάνιων, των καπετάνιων δηλαδή που είχαν συμμαχήσει με τους Τούρκους, γιατί πίστευε ότι «και συμφέρει μάλλον να τον δεχθώμεν παρά να τον αφήσουμεν εις τους Τούρκους». Φρόντισε για την πολιτισμένη και φιλάνθρωπη συμπεριφορά απέναντι στους αιχμαλώτους και στα γυναικόπαιδα του εχθρού. Ο Υψηλάντης μάλιστα έφθασε σε σημείο να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους με την υπόσχεση ότι δεν θα λάβουν όπλα κατά των Ελλήνων και ο Κυβερνήτης τον συνεχάρη γι’ αυτό.

Η επιτυχία του ήταν αδιαμφισβήτητα πολύ μεγάλη. Κατάφερε την εκκένωση της Πελοποννήσου από τις δυνάμεις του Ιμπραϊμ. Πέτυχε την απελευθέρωση της Δόμβραινας, της Χώστιας, της Αράχωβας, του Στεβενίκου, του Διστόμου, της Γρανίτσας, της Λεβαδείας, των Σαλώνων, του Καρπενησίου, της Βόνιτσας, του Ρίου, της Ναυπάκτου, του Μεσολογγίου και πολλών άλλων πόλεων. Έτσι επετεύχθη η απελευθέρωση όλης της Στερεάς Ελλάδος έως τη συνοριακή γραμμή Κόλπου Άρτης – Κόλπου Βόλου που επεβλήθη τελικώς και ως συνοριακή γραμμή του Ελληνικού Κράτους.

Τίμησε τους αγωνιστές και καθιέρωσε ως τιμητική διάκριση το πρώτο Ελληνικό Τάγμα Αριστείας, κατά τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών κρατών, για την έκφραση ευγνωμοσύνης του Έθνους προς αυτούς οι οποίοι συνέδραμαν ενεργά στην Απελευθέρωση. Το πρώτο Ελληνικό Τάγμα Αριστείας φέρει το όνομα του Σωτήρος για να ανακαλεί στη μνήμη, ότι με τη θεία του συμπαράσταση πραγματοποιήθηκε η ελληνική παλιγεννεσία.

Ιδρύθηκε η πρώτη Ελληνική Σχολή των Ευελπίδων στο Ναύπλιο την 1η Ιουλίου 1828. Ιδιαιτερότητα της σχολής αυτής ήταν ότι εκτός των άλλων μαθημάτων διδασκόταν και ήθος στους φοιτήσαντες. Αξιοσημείωτο είναι ότι στη σχολή γίνονταν δεκτοί οι άριστοι μαθητές και όχι κατ΄ανάγκη τα παιδιά των αριστοκρατικών οικογενειών. Η φροντίδα για τη θρησκευτική αγωγή των Ευελπίδων ήταν χαρακτηριστική και περιελάμβανε καθημερινή προσευχή των μαθητών, υποχρεωτικό εκκλησιασμό κατά τις Κυριακές και τις Εορτές, πιστή τήρηση των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας στα θέματα της νηστείας, εξομολόγησης και Θείας Κοινωνίας. Καθώς και διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και του μαθήματος της Εκκλησιαστικής Ιστορίας.