Ήδη πριν από την έλευση του Καποδίστρια έγιναν προσπάθειες να ιδρυθούν δικαστήρια. Η Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου τον Ιανουάριο του 1822 με τις αποφάσεις που πήρε προέβλεψε την ίδρυση Κριτηρίων (δικαστηρίων) και τον ορισμό ειρηνοποιών (ειρηνοδικών) και όρισε ότι η Δικαιοσύνη θα είναι ανεξάρτητη από την Εκτελεστική και Βουλευτική Δύναμη.

Λίγο μετά όμως, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης καταλύθηκε με νόμο (Ν. 12 Κωδίκων 30.4.1822), με τον οποίο ορίσθηκε ότι και οι δικαστικοί λειτουργοί πρέπει να επιδεικνύουν: «τελείαν υποταγήν εις όσας εν ονόματι της Διοικήσεως δίδουσι διαταγάς προς αυτούς ο Έπαρχος ή ο Αντέπαρχος». Στην ουσία η Δικαιοσύνη φιμώθηκε και υπήχθη στην εκάστοτε πολιτική εξουσία.

Ερχόμενος ο Ι. Καποδίστριας οργάνωσε τη δικαιοσύνη και της έδωσε το κύρος που της άρμοζε. Στις 15 Δεκεμβρίου 1828 νομοθετήθηκε το ΙΘ' ψήφισμα «περί του Διοργανισμού των Δικαστηρίων». Με το ψήφισμα αυτό έγινε προσπάθεια να συγκεραστεί το δίκαιο των «Χριστιανών ημών Αυτοκρατόρων» με το Εθιμικό Δίκαιο που είχε ευρύτατη εφαρμογή. Ορίστηκε η εφαρμογή των Νόμων των Αυτοκρατορικών, όπως περιγράφονται στην εξάβιβλο του Αρμενόπουλου για το Αστικό Δίκαιο. Ακόμη ορίστηκε η εφαρμογή του Γαλλικού Εμπορικού Κώδικα για το Εμπορικό Δίκαιο.

Επιπλέον ιδρύθηκαν 6 ειδών δικαστήρια: ειρηνοδικεία, πρωτόκλητα, έκκλητα, ανώτατον, εμποροδικεία και εξαιρετικά. Προβλέφθηκε ένας ειρηνοδίκης σε κάθε χωριό, κωμόπολη και πόλη, ένα πρωτόκλητο δικαστήριο (πρωτοδικείο) κατά νομό και ένα εμπορικό δικαστήριο στη Σύρο. Με απόφαση του Καποδίστρια συστήθηκαν τριμελή πρωτοδικεία των οποίων οι πρόεδροι και οι γραμματείς διορίζονταν από την Κυβέρνηση, ενώ οι δύο σύνεδροι και οι αναπληρωτές πάρεδροι ορίζονταν με πρόταση της Δημογεροντίας. Ιδρύθηκαν έκτακτα δικαστήρια τα οποία εκδίκαζαν τις κατηγορίες κατά δημοσίου λειτουργού και τα εγκλήματα καθοσιώσεως. Ετέθηκε σε εφαρμογή από την 1η Ιουλίου 1829 η «Εγκληματική Διαδισία» ή αλλιώς Ποινική Δικονομία. Αποτελείται από 562 άρθρα που ρύθμιζαν τις δικαιοδοσίες των δικαστηρίων.

Το 1830 ο αριθμός των λειτουργούντων δικαστηρίων αυξήθηκε και προβλέφθηκε η ίδρυση Ανωτάτου Δικαστηρίου. Προβλέφθηκε ο θεσμός των Εισαγγελέων και γίνεται αναφορά για τη χρησιμοποίηση γραμματέων και κλητήρων στα δικαστήρια. Το ίδιο χρόνο εξαγγέλθηκε η ανάγκη σύνταξης νέου Αστικού Κώδικα με βάση τα βυζαντινά κείμενα, χωρίς όμως να πραγματοποιηθεί τότε. Ο σημερινός Αστικός Κώδικας τέθηκε σε εφαρμογή μόλις το 1946 και όπως παρατηρεί ο Ακαδημαϊκός Παν. Ζέπος: «δια τα χρόνια του Κυβερνήτη θ' απομείνη έτσι η τιμή ότι τότε ετέθη το πρόβλημα, έστω και αν δεν πήρε την άμεσή του λύση».

Τα βήματα που έγιναν στην δικαιοσύνη μεριμνούσαν για την ανακούφιση των αδυνάτων μελών της κοινωνίας. Διευκολύνθηκαν οι οφειλέτες για την εξόφληση παλαιών χρεών με αναπροσαρμογή των οφειλών τους υπέρ αυτών. Το μέτρο αυτό προκάλεσε την διαμαρτυρία των πρέσβεων των Μεγάλων Δυνάμεων. Πήρε μέτρα ώστε να περιοριστεί η τοκογλυφία. Μερίμνησε για το δικαίωμα διατροφής της μητέρας με εξώγαμο παιδί.

Για πρώτη φορά αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του κράτους για δωρεάν διατροφή, ένδυση και υγειονομική περίθαλψη των φυλακισμένων.

Φρόντισε να κατοχυρώσει την εθνική αξιοπρέπεια στον τομέα του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου. Απαγόρευσε την εφαρμογή αλλοδαπών αποφάσεων, που εκδόθηκαν σε βάρος Έλληνα εναγόμενου, την κατάσχεση ακινήτου που ανήκει σε αλλοδαπό ή Έλληνα , και δέχτηκε την εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου στη χώρα, με προϋπόθεση την αμοιβαιότητα.

Η ανακούφιση για τον λαό ήταν μεγάλη, όπως αναφέρει και ο Καποδίστριας στον εναρκτήριο λόγο του στις 13 Ιουλίου 1829 στην Δ' Εθνική Συνέλευση του Άργους: «Μεγάλος αριθμός υποθέσεων έλαβε τέλος κατ' ευχαρίστησιν πλήρη των ενδιαφερομένων μερών, και χωρίς να προστρέξωσι τα δικαστήρια εις απαγορευτικά και κωλυτικά μέσα».

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και την έκρυθμη περίοδο που ακολούθησε καταργήθηκαν τα πρώτα νομοθετήματα του 1826 και 1828 για τη δικαστική εξουσία και εισήχθησαν διατάξεις που κατέλυαν κάθε έννοια δικαιοσύνης.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην από 1.8.1832 έκθεση του Υπουργού Δικαιοσύνης Χριστόδουλου Κλωνάρη προς την Εθνοσυνέλευση, «η δημοσιότης ηρπάγη από τα Δικαστήρια, η ψήφος αφαιρέθη από τα δύο τρίτα των δικαστών, οι νόμιμοι βαθμοί της δικαιοδοσίας ανετράπησαν αυθαιρέτως, η πολύτιμος των δικαστηρίων ανεξαρτησία δεν έσωσεν ουδέ τ' όνομα. Μ' ένα λόγον η δικαιοσύνη έπεσεν αιχμάλωτος της πολιτικής εξουσίας και η ελευθερία, η τιμή, η ζωή και η περιουσία των πολιτών έγιναν έρμαιον των δυνατών της ημέρας, και αυτών των ευαγώγων της αυθαιρεσίας οπαδών». Ο Μάουρερ προσθέτει ότι, «Οι δικασταί εξ αχρηματίας εγκατέλιπον τα Δικαστήρια, δια τα οποία δεν υπήρχον καταστήματα».

Δυο μήνες μετά την υποβολή της έκθεσης αυτής με το 38/8.10.1832 διάταγμα καταργήθηκαν όλα τα δικαστήρια και απολύθηκαν όλοι οι δικαστές και υπάλληλοι.