Πόσο ὅμως διαφορετικὸς εἶναι ὁ ᾽Αλέκος.

Ὁ Ἀλέκος εἶναι φίλος μὲ τὸν Γιαννιό. Κάθε πρωί, ποὺ σηκώνεται, δὲν πηγαίνει στὴ βρυσούλα νὰ πλυθῆ. Περιμένει νὰ τὸν πλύνῃ ἡ μητέρα του. Μὰ καὶ τότε πηγαίνει μουρμουρίζοντας.

Ἄν ἡ μητέρα εἶναι ἀπασχολημένη, ὁ Ἀλέκος τῆς ξεφεύγει ἄνιφτος. Ἀρκετὲς φορὲς ὁ δάσκαλος τὸν εὑρῆκε ἀκάθαρτο καὶ τοῦ ἔκαμε παρατήρησι. Μιὰ φορὰ μάλιστα λίγο ἔλειψε νὰ τὸν στείλη πίσω στὸ σπίτι του. Πόση ἐντροπὴ ἐδοκίμασε τότε ὁ Ἀλέκος! Νὰ τιμωρηθῇ, ποὺ εἶναι ἀκάθαρτος!

Μιὰ ἄλλη φορά, πάλι, ἔπαθε καὶ κάτι χειρότερο. Στὴ σχολικὴ αἴθουσα ἐπῆγε ὁ σχολίατρος νὰ ἐξετάσῃ τὴν καθαριότητα τῶν παιδιῶν. Κρύος ἱδρῶτας ἔπιασε τότε τὸν Ἀλέκο. Καὶ ὅλο ἐκοίταζε τὰ χέρια του, τὰ νύχια του καὶ ἴσιαζε μὲ τὶς παλάμες τὰ μαλλιά του. Ἀπ’ αὐτὸ ὅμως, ποὺ ἐφοβόταν, δὲν ἐγλύτωσε. Μαζὶ μὲ τρία ἄλλα παιδιὰ τὸν ἔβγαλε ὁ σχολίατρος ἀκάθαρτο. Τοῦ εἶπε μάλιστα καὶ αὐστηρὰ λόγια.

Αὐτὸ ὄμως δὲν τὸν ἔβλαψε. Ἀπὸ τότε ἀπεφάσισε νὰ διορθωθῆ. ᾽Ενιβόταν μὲ σαπούνι κάθε πρωὶ καὶ ἐλουζόταν. Ἔγινε ἀπὸ τὰ πιὸ καθαρὰ παιδιὰ τοῦ σχολείου.

Ἀπὸ τότε ὁ δάσκαλος δὲν τοῦ ἔκανε πιὰ καμμιὰ παρατήρησι.

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963

katharo paidi

Κάθε πρωϊ,ποὺ ξυπνᾷ ὁ Γιαννιὸς τρέχει πρῶτα στὴ μητερούλα του.

- Ξύπνησα, μητερούλα μου, τῆς λέγει καὶ τὴν ἀγκαλιάζει.

- Πήγαινε, Γιαννιέ μου, νὰ γίνῃς πρῶτα ὄμορφο παιδάκι καὶ ἔπειτα ἔρχεσαι.

Ὁ Γιαννιὸς καταλαβαίνει τί θέλει νὰ τοῦ ᾽πῆ καὶ πηγαίνει στὴ βρύση, τὴν ἀνοίγει καὶ βάζει κάτω τὸ κεφάλι του.

Ἇ! ἆ! ἆ! κάνει λίγες φορὲς καὶ ἀναπνέει βαθιά, ἅμα πέφτῃ τὸ νερὸ ἐπάνω του.

Ἔπειτα σαπουνίζεται καθαρά - καθαρά.

Τρίβει γερὰ τὰ χέρια, τὸ λαιμὸ καὶ τὸ κεφάλι του και γίνεται καθαρὸ παιδάκι.

Πῶς λάμπει τώρα τὸ προσωπάκι του! Καὶ πῶς ἔγινεν ἀλλοιώτικο παιδάκι μὲ τὸ σαπούνισμα!

῎Υστερα κτενίζεται, ντύνεται καὶ πηγαίνει στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Στέκεται μὲ εὐλάβεια καὶ κάνει τὴν πρωϊνή του προσευχή.

«Χριστέ μου! Σὲ εὐχαριστῶ, ποὺ μὲ ἐφύλαξες ὅλη τὴ νύκτα, νὰ μὴ πάθω κανένα κακό. Φύλαξέ με καὶ τὴν ἡμέρα, νὰ ἔχω ὑγεία. Χάρισε στοὺς γονεῖς μου ὑγεία καὶ φώτισέ μας νὰ κάνωμε πάντοτε τὸ θέλημά Σου».

Νά᾽ μαι τώρα ὄμορφο παιδάκι, λέει ὁ Γιαννιὸς σὲ λίγο στὴ μητερίτσα του.

Ὤ! Πῶς μοσχομυρίζει τὸ χρυσό μου! ἀπαντᾷ ἐκείνη!

Ἔπειτα τὸν φιλεῖ καὶ ἑτοιμάζει τὸ γαλατάκι του. Τί νόστιμο ποὺ εἶναι τὸ γάλα ἐκεῖνο μὲ τὸ σπιτικὸ παξιμάδι! Καὶ μὲ πόση ὄρεξι τὰ τρώγει ὁ Γιαννιός!

Ἔπειτα κάθεται στὸ τραπεζάκι του καὶ μελετᾷ. Καὶ ὅταν ἀκούῃ, πὼς κτυπᾷ ἡ καμπάνα, τρέχει μὲ χαρὰ στὸ σχολεῖο.

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963

tzitzikas

Ἅμα ἐτελείωσεν ὁ Ἁνδρέας, μίλησεν ἡ Φωτούλα. Αὐτὴ εἶχε ἕνα μικρὸ κουτάκι στὸ χέρι της, Τὸ ἐφύλαγε κλεισμένο,

- Τί ἔχεις νὰ μᾶς δείξης αὐτοῦ, Φωτούλα; ἐζήτησαν νὰ μάθουν τὰ παιδιά.

- Ἕνα τζιτζικάκι, ἀπαντᾷ τὸ κορίτσι, Τὸ ἐφύλαξα γιὰ τὸ σχολικό μας μουσεῖο. Νά πῶς τὸ ἔπιασα: Ἐπηγαίναμε μιὰ ἡμέρα μὲ τὴν γιαγιὰ στὴν ἐξοχή. Γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦμε, ἐκαθίσαμε κάτω ἀπὸ ἕνα φουντωτὸ πλατάνι. Ἐπάνω εἴχαμε μουσική.

- Ἄκου, Φωτούλα, αὐτὸ τὸ κοτσύφι ! Ἄκου κι ἐκεῖνες τὶς καρδερῖνες ! μοῦ εἶπεν ἡ γιαγιά.

Ἐγὼ τῆς ἀποκρίθηκα: - Πολὺ θὰ ἤθελα, γιαγιά μου, νὰ ἐγινόμουν κι ἐγὼ πουλάκι. Νὰ ἐπετοῦσα ἀπὸ κλαρὶ σὲ κλαρὶ καὶ νὰ κελαδοῦσα σὰν αὐτὸ τὸ κοτσύφι.

- Κι ἂν ἐγινόσουν πουλί, τότε τί ἐγγονούλα θὰ εἶχα; Δὲν θὰ ἐλυπόσουν, ποὺ θὰ μ’ ἄφηνες μονάχη; μοῦ εἶπεν ὴ γιαγιὰ παραπονεμένα.

Τὴν ὥρα ἐκείνη τάκ! μ’ ἐκτύπησε κάτι στὰ μαλλιά. Ἧταν αὐτὸς ὁ τζίτζικας. Τὸν ἐπῆρα καὶ ἦταν πεθαμένος.

- Πεθαμένος! εἶπαν τὰ παιδιά.

- Ναί! ἀποκρίθηκε ἡ Φωτούλα. Πεθαμένος. Ἡ γιαγιὰ μοῦ εἶπε, πὼς κάποιο πουλάκι τὸν ἐκτύπησε. ῎Ηθελε νὰ τὸν πιάσῃ μὲ τὴν μύτη του, γιὰ νὰ τὸν φάῃ, καὶ τὸν ἐσκότωσε.

Τὰ παιδιὰ ἐκοίταξαν μὲ προσοχὴ τὸν καημένο τὸν τζίτζικα. Ὁ δύστυχος εἶχε μιὰ τρυπίτσα λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ κεφάλι. Ἐσηκώθηκαν τότε ὅλα καὶ τὸν ἐπῆγαν στὸ σχολικὸ μουσεῖο. Ἐπάνω στὸ κουτάκι ἔβαλαν μιὰ καρφίτσα, ποὺ ἔγραφε: Δῶρο τῆς Φωτούλας γιὰ τὸ σχολικό μας μουσεῖο.

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963

Βγαίν’ ἡ βαρκούλα τοῦ ψαρᾶ
ἀπὸ τὸ περιγιάλι
κι ἁπλώνει ὁ ναύτης μὲ χαρὰ
τὰ δίχτυα του καὶ πάλι.

Τὸ φεγγαράκι τὸ γιαλὸ
τὸν κάνει σὰν καθρέφτη
καὶ κάθε ψάρι παχουλὸ
μέσα στὰ δίχτυα πέφτει.

Τράβα τὸ δίχτυ σου, ψαρᾶ,
κι ἀγάλια νὰ μὴ σπάσῃ·
θαρρῶ, πὼς τούτη τὴ φορὰ
χιλιάδες ἔχει πιάσει.

Πολὺ κουράσθηκες, ψαρᾶ,
τὰ ψάρια εἶν’ δικά σου
καὶ ποῦλά τα στὴν ἀγορά,
νὰ θρέψῃς τὰ παιδιά σου.

᾽Ιωάννης Πολέμης

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963

psarema

- Στὴ θάλασσα ἔπιασα καὶ φίλους, εἶπεν ὁ Ἀνδρέας. Ἐγνώρισα τὰ παιδιὰ τῶν ψαράδων. Τί φιλότιμα καὶ καλὰ παιδιά! Μὲ προσκαλοῦσαν στὶς καλύβες τους. Μοῦ ἔδιναν ἀχιβάδες. Μοῦ ἔδιναν κογχύλια. Μὲ ἔπαιρναν καὶ ἐπιάναμε καὶ καβούρια. Ἔνας μάλιστα κάβουρας μοῦ ἔδωκε μιὰ γερὴ δαγκανιὰ ἐδῶ στὸ μεγάλο δάκτυλο, νά καὶ τὸ σημάδι!

Καὶ ὁ ᾽Ανδρέας ἔδειξε τὸ σημάδι του.

- Κολύμπι ἔμαθες, Ἀνδρέα;

- Καὶ ρωτᾶτε; Μποροῦσα νὰ κάμω ἀλλοιῶς;

Ἐκεῖ ὅλοι κολυμποῦν. Στὴν ἀρχὴ ἔβλεπα τὰ νερὰ καὶ ἐφοβόμουν, Ἔπειτα ὅμως τὰ ἐσυνήθισα. Πηγαίνω ἀρκετὰ μακριά. Δὲν κουράζομαι. Κάνω καὶ βουτιές. Μὰ πόσο ὡραῖα κολυμποῦν τὰ παιδιὰ τῶν ψαράδων! Στέκονται ἀνάσκελα στὴ θάλασσα, κάνουν μεγάλα μακροβούτια καὶ χαίρεται κανένας νὰ τὰ βλέπῃ νὰ κολυμποῦν.

- Σοῦ ἀρέσει, Ἀνδρέα, ἡ θάλασσα; ἐρώτησεν ὁ δάσκαλος.

- Μοῦ ἀρέσει, μὰ ὅταν εἶναι ἥσυχη. ᾽Αλλοίμονο ὅμως, ὅταν ἀγριέψῃ. Μουγκρίζει σὰν θεριό. Σηκώνει κύματα, ποὺ εἶναι σὰν βουνά. Τὰ καράβια τότε χοροπηδοῦν. Ἅν πῆτε γιὰ τὶς βάρκες, τὶς παίζει σὰν παιγνιδάκι.

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963