Στὸ προαύλιο τῆς ἐκκλησίας μιὰ ἡμέρα τὰ παιδιὰ συνεννοήθηκαν νὰ κτίσουν στὸ παιγνίδι τους ἕνα καινούργιο χωριό. ᾽Αλλὰ νὰ ἔχῃ σχέδιο. Ἐνθυμοῦνται ποὺ ὁ δάσκαλος τοὺς εἶχε ᾽πεῖ, πὼς τὸ δικό τους χωριὸ δὲν εἶχε σχέδιο.

Αὐτὸ ποὺ θὰ κτίσουν νὰ μὴν ἔχῃ στρυμωγμένα τὰ σπίτια καὶ τοὺς δρόμους στενούς. Νὰ ἔχῃ πλατεῖες, βρύσες καὶ ὡραῖες οἰκοδομές. Τὸ σχολεῖο καὶ ἡ ἐκκλησία θὰ ἦσαν τὰ καλύτερα κτίρια. Ἐπίσης κτίρια καλὰ θὰ ἦσαν τὸ κοινοτικὸ κατάστημα, ἡ ἀστυνομία, τὸ εἰρηνοδικεῖο, τὸ τηλεγραφείο.

- Ἐμεῖς θὰ εἴμεθα οἱ μηχανικοί, εἶπαν ὁ Φώτης μὲ τὸν Ἀνέστη. Ἐμεῖς θὰ κάμωμε τὸ σχέδιο.

Ὁ Γιάννης μὲ τὸ Νῖκο καὶ ἄλλα παιδιὰ εἶπαν πὼς θὰ γίνουν κτίσται καὶ ἄλλα ἐργάται, ποὺ θὰ ἐκουβαλοῦσαν τὰ ὑλικά.
Μὰ ὅταν ἤρχισαν νὰ δουλεύουν, καθένας ἔκανε ὅ,τι ἤθελε. Ἐξεσήκωσαν τὴ γειτονιὰ ἀπὸ τὶς φωνές. Ὁ Τάκης, ποὺ ἦταν πιὸ μεγάλος, τοὺς εἶπε:

- Ἄν δὲν ἔχωμε τάξι καὶ φωνάζωμε στὸ κτίσιμο, δὲν θὰ κάμωμε τίποτε. Νὰ βάλωμε ἕνα πρωτομάστορα καὶ σ᾽ αὐτὸν ν᾽ ἀκοῦμε ὅλοι.

Ἔβαλαν τὸ Φώτη. Τί ὡραῖα τώρα ὁ Φώτης ἐκανόνισε τὴ δουλειά! Οἱ κτίσται ἔκτιζαν. Οἱ ἐργάται ἐκουβαλοῦσαν ὑλικά. Οἱ μηχανικοὶ ἐγύριζαν κι ἔβλεπαν. Ὅλα ἐγίνοντο μὲ ἡσυχία καὶ τάξι. Τὰ πιὸ πολλὰ σπίτια τὰ ἔκτισαν μονόπατα. Μερικὰ δίπατα. Στὴ στέγη τῆς ἐκκλησίας ἔβαλαν σταυρό. Στοῦ σχολείου τὴν στέγη μιὰ σημαία. Εἶχε περάσει ὅμως ἡ ὥρα
καὶ δὲν ἐπρόλαβαν νὰ βάλουν καὶ δένδρα στὸ χωριουδάκι τους. Εἶχε περάσει ὅμως ἡ ὥρα καὶ δὲν ἐπρόλαβαν νὰ βάλουν καὶ δένδρα στὸ χωριουδάκι τους.

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963

skilos
- Ὅταν τὰ σκυλίὰ εἶναι νέα καὶ δὲν ξέρουν ἀπὸ λύκους, συνεχίζει ὁ Τάσος, αὐτοὶ τὰ ξεγελοῦν. Στέλνουν ἕναν στὸ κοπάδι γιὰ νὰ ἁρπάξῃ τάχα ἕνα πρόβατο. Τὰ σκυλιά τὸν κυνηγοῦν. Αὐτὸς φεύνει ὅσο μπορεῖ πιὸ γρήγορα. Τὰ σκυλιὰ τὸν ἀκολουθοῦν καὶ ξεμακραίνουν ἀπὸ τὸ κοπάδι. Τότε οἱ ἄλλοι ἔρχονται ἀπὸ τὸ ἀντίθετο μέρος. Καὶ ὅπως τὸ κοπάδι εἶναι ἀφύλακτο, ἁρπάζουν πρόβατα καὶ φεύγουν.

- Τὸν Καψάλη δὲν τὸν ξεγελοῦν μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο;

- Τὸν Καψάλη νὰ ξεγελάσουν! Αὐτὸς εἶναι ἀπ᾽αὐτοὺς πιὸ πονηρός. Δὲν ξεμακραίνει ποτὲ ἀπὸ τὸ κοπάδι. Οὔτε καὶ γαυγίζει τὴν νύκτα. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνει γιὰ νὰ μὴν τὸν ξέρουν οἱ λύκοι σὲ ποιὸ μέρος φυλάει. Ἔτσι νομίζουν, πὼς ἀπὸ παντοῦ μπορεῖ νὰ τοὺς ριχθῇ. Λίγο πιὸ κάτω εἶναι ἕνα λιβάδι. Δὲν εἶναι ἡμέρες πολλές, ποὺ οἱ λύκοι ἔφαγαν ἐκεῖ ἕνα γάιδαρο. Ἐβοσκοῦσεν ὁ καημένος καὶ τὸν ἔφαγαν. Ἦταν μιᾶς γυναίκας πτωχῆς καὶ τὸν ἔκλαιγε ἡ δύστυχη ἀπαρηγόρητα. Ἐκεῖ ἐφύλαγαν σκύλοι, μὰ οἱ λύκοι τοὺς ἐξεγέλασαν.

- Πόσο θέλομε, Τάσο, νὰ δοῦμε ἀπὸ κοντὰ τὸν Καψάλη! Εἶπαν πολλὰ παιδιά.

- Καλὰ εἶναι νὰ τὸν ἰδοῦμε, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ ἀπομακρυνθοῦμε τόσο, εἶπεν ὁ δάσκαλος. Ἄλλη φορά, ὅταν κάμωμε ἐκδρομή, θὰ ἀνεβοῦμε ὥς τὶς καλύβες καὶ τότε θὰ τὸν ἰδοῦμε. Ἀξίζει νὰ γνωρίσωμε ἕνα τέτοιο λαμπρὸ σκυλί.

Ὕστερα τὰ παιδιὰ ἐρώτησαν τὸν Τάσο γιὰ τὰ ἄλλα ἄγρια ζῷα, ποὺ εὑρίσκονται στὸ δάσος, καὶ ὁ Τάσος τοὺς εἶπε:

- Ἐδῶ εὑρίσκονται καὶ ἀλεποῦδες, λαγοί, κουνάβια καὶ ἄλλα.

- Κουνάβια; Τί εἶναι αὐτὰ τὰ κουνάβια; ἐρώτησεν ἡ Σταθούλα:

- Εἶναι κάτι ζῷα σὰν γάτες, ἀλλὰ πιὸ λεπτά. Ἔχουν οὐρὰ μεγάλη, φουντωτὴ καὶ τὰ κυνηγοῦν γιὰ τὸ δέρμα τους. Γίνεται μὲ αὐτὸ ὡραία γούνα.

- Καὶ οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν καλὸ δέρμα γιὰ γοῦνες, εἶπεν ἡ Σταθούλα. Ἡ μητέρα μου ἔχει μιὰ γούνα ἀλεποῦς.

- Παιδιά! ἀρκετὰ μᾶς εἶπεν ὁ Τάσος γιὰ τοὺς λύκους καὶ τ’ ἄλλα ζῷα. Ἡ ὥρα ἐπέρασε. Καιρὸς νὰ τραβήξωμε γιὰ τὸ χωριό μας, εἶπεν ὁ δάσκαλος.

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963

kopadi provata

Κάποια ἡμέρα ἐπῆγαν πάλι τὰ παιδιὰ στὴν ἐξοχὴ καὶ εἶδαν ἕνα κοπάδι πρόβατα. Ἔτρωγαν τρυφερὸ χορτάρι. Τρίγκ, τρίγκ, ἀκούονταν τὰ κουδούνια τους.

Ὁ βοσκὸς ἐστεκόταν καὶ τὰ ἐφύλαγε. Κοντά του ἐστέκονταν καὶ δυὸ σκυλιά.

- Τί μεγάλοι σκύλοι! εἶπαν μερικὰ παιδιά!

- Τέτοιοι χρειάζονται γιὰ τὸ κοπάδι, εἶπεν ἕνα ἄλλο παιδί. Ἐδῶ στὸ δάσος βγαίνουν καὶ λύκοι. Ἄν εἶναι μικρὰ τὰ σκυλιὰ,  δὲν τὰ φοβοῦνται.

Τὴν ὥρα ἐκείνη ἔλαβε τὸ λόγο ἕνα ξανθὸ παιδί, ὁ Τάσος.

- Τὸ κοπάδι αὐτό, εἶπε, εἶναι δικό μας. Αὐτός, ποὺ τὸ φυλάει, εἶναι ὁ πατέρας μου. Τὰ σκυλιά, ποὺ βλέπετε, εἶναι ἀπὸ  τὰ καλύτερα, ποὺ ἔχουν ἐδῶ οἱ τσοπάνηδες. Καὶ μοναχά τους ἂν μείνουν στὸ κοπάδι, πάλι εἶναι ἄξια νὰ τὸ  φυλάξουν. Ὁ πατέρας μου μὲ τίποτα δὲν ἀλλάζει αὐτὰ τὰ σκυλιά.

- Ἀφοῦ ἔχετε ἐδῶ κοπάδι, γιατί, Τάσο, μένεις στὸ χωριὸ καὶ δὲν μένεις κοντὰ στὸν πατέρα σου; ἐρώτησεν ἡ Φανούλα.

- Γιατὶ ἐδῶ δὲν ὑπάρχει σχολεῖο. Γι’ αὐτὸ ὁ πατέρας μου ἀναγκάσθηκε νὰ μᾶς κατεβάσῃ
μὲ τὴν ἀδελφή μου στὸ χωριό, γιὰ νὰ μάθωμε γράμματα. Μιὰ ποὺ δὲν ξέρει ἐκεῖνος, θέλει νὰ μάθωμε ἐμεῖς.

- Τότε ἐσύ, Τάσο, θὰ ξέρῃς νὰ μᾶς εἰπῇς, ἂν εἶναι λύκοι ἐδῶ, ἐζήτησε νὰ μάθῃ ἕνας μαθητής.

- Εἶναι καὶ παρὰ εἷναι, εἶπεν ὁ Τάσος. Τὸ δάσος τῆς Παναγίτσας εἶναι πυκνὸ καὶ εἶναι εὔκολο νὰ κρυφθοῦν λύκοι. Κάθε τόσο κάνουν ζημιὲς στὰ γίδια καὶ στὰ πρόβατα.

- Στὸ δικό σας κοπάδι κάνουν; ἐρώτησεν ὁ Σταῦρος.

- Στὸ δικό μας δὲν πλησιάζουν. Τὸν ἕνα μας τὸν σκύλο, τὸν Καψάλη, τὸν φοβοῦνται πολύ.

Ἔχει πολλὲς φορὲς παλέψει μὲ λύκους καὶ τοὺς ἐνίκησε. Τὰ στήθια του εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ δαγκωματιὲς τῶν λύκων. 

Ἔπειτα, ὁ πατέρας μου ποτὲ δὲν ἀφήνει τὸ κοπάδι μονᾳχό. Πρὶν φωτίσῃ, τὸ βγάζει μόνος του στὴ βοσκή. Ἅμα γέρνῃ ὁ ἥλιος, τὸ φέρνει πάλι στὴ στάνη.

Ξέρει τὰ ἀρνάκια μας ἕνα - ἕνα. Τὰ ἀγαπᾷ σὰν παιδάκια του.

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963

Ἠ γλῶσσα κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει. Καλὰ μᾶς συμβουλεύει ἡ παροιμία αὐτή. Μᾶς λέγει, νὰ εἴμεθα πάντα
προσεκτικοί.

Ἦταν μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ σ’ ἕνα μικρούτσικο χωριὸ δυὸ γριοῦλες. Τὴν μιὰ τὴν ἔλεγαν Καλή, γιατὶ ἔλεγε πάντοτε  λόγια καλά, καὶ τὴν ἄλλη Κακή, γιατὶ πάντα ἐκακολογοῦσε.

Μιά ἡμέρα ἡ Καλὴ ἐπῆγε στὸ βουνὸ γιὰ νὰ μαζέψῃ ξύλα. Τὴν ὥρα ποὺ τὰ ἐμάζευε, νά σου καὶ παρουσιάζονται  μπροστά της δώδεκα ὅμορφα παλληκάρια. Ἦταν οἱ δώδεκα μῆνες τοῦ χρόνου.

- Γειά σου, γιαγιά, τῆς λένε οἱ δώδεκα μῆνες.

- Γειὰ καὶ χαρὰ νὰ ἔχετε, παιδιά μου, τοὐς λέει ἡ καλὴ γριούλα.

- Δὲν μᾶς λές, γιαγιά, τί γνώμη ἔχεις γιὰ τοὺς δώδεκα μῆνες τοῦ χρόνου; Εἶναι καλοὶ ἢ κακοί; Καὶ ποιόν ἀγαπᾷς ἐσὺ  ἀπὸ ὄλους περισσότερο;

Τὸ πρόσωπο τῆς κυρὰ - Καλῆς ἔλαμψεν ἀπὸ χαρὰ καὶ τοὺς λέει μὲ καλωσύνη:

- Καλά μου παιδιά, τί λόγια εἶναι αὐτὰ ποὺ μ᾽ ἐρωτᾶτε; Μπορεῖ νὰ εἶναι μῆνας ἄσχημος; Ἀφοῦ ὅλους τοὺς ἔκαμε ὁ καλὸς Θεός, πῶς ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ἄσχημοι; Ὅλοι καλοὶ καὶ τιμημένοι εἶναι. Ὁ καθένας ἔχει καὶ τὶς χάρες του. Ἐγὼ  ὅλους τοὺς ἀγαπῶ ἀπὸ ἴσια.

Οἱ μῆνες εὐχαριστήθηκαν πολὺ ἀπὸ τὰ λόγια τῆς κυρὰ - Καλῆς καὶ τῆς λένε:

- Πάρε, γιαγιά, ξύλα γιὰ τὴ φωτιὰ κι αὐτὸ τὸ σακκουλάκι. Ὅταν πᾷς στὸ σπίτι σου ἐκεῖ νὰ τ’ ἀνοίξῃς.

Τὰ ἔχασε ἡ γριούλα, ὅταν ἐπῆγε στὸ σπίτι της καὶ ἄνοιξε τὸ σακκουλάκι. Ἦταν γεμᾶτο ἀπὸ φλωριά. Ἐλαμποκόπησε  τὸ καμαράκι της σὰν τὰ ἄδειασε κάτω.

Ἀγόρασε ὕστερα ἕνα καινούργιο σπιτάκι, ἐντύθηκε καλὰ καὶ ἐζοῦσε πλούσια κι εὐτυχισμένα βοηθῶντας τοὺς πτωχούς.

Τὸ χωριὸ ὅλο ἐχαιρόταν, ποὺ τὴν ἔβλεπε εὐτυχισμένη.

Τὴν εἶδε καὶ ἡ γριά, ἡ κυρὰ - Κακή, κι ἐπῆγε μιὰ ἡμέρα στὸ σπίτι της.

- Πῶς ἄλλαξες ἔτσι, κυρὰ - Καλή; Ποῦ εὑρῆκες τὰ λεπτὰ καὶ ἀγόρασες αὐτὸ τὸ σπίτι;

- Αὐτὸ κι αὐτό, τῆς ἀπαντᾷ ἡ καλὴ γριούλα.

Καὶ τῆς διηγεῖται ὅλη τὴν ἀλήθεια.

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963

Σὰν ἄκουσε αὐτὰ ἡ κυρὰ - Κακή, ἐτραβηξε καὶ αὐτὴ μιὰ ἡμέρα στὸ βουνό. Ἐπῆγε τάχα γιὰ νὰ φέρῃ ξύλα.

- Γειὰ καὶ χαρά σου, γιαγιά, τῆς λένε τὰ παλληκάρια.

- Γειά σας! τοὺς ἀποκρίνεται μὲ φωνὴ ἄγρια.

- Τί γνώμη ἔχεις, γιαγιά, γιὰ τοὺς δώδεκα μῆνες τοῦ χρόνου; Καλοὶ εἶναι ἢ κακοί; Καὶ ποιόν ἐσὺ ἀγαπᾷς περισσότερο;

- Ὅλοι οἱ μῆνες εἶναι κακοὶ καὶ ἀνάποδοι, παιδιά μου. Πάρε τὸν ἕνα καὶ χτύπα τὸν ἄλλον! Κανένα τους δὲν ἀγαπῶ. Κανένας δὲν
ἔχει καμμιὰ χάρι.

- Πολὺ καλά, γιαγιά, τῆς λένε οἱ μῆνες. Πάρε αὐτὰ τὰ ξύλα γιὰ τὴ φωτιὰ κι αὐτὸ ἐδῶ τὸ σακκουλάκι. ῞Οταν θὰ πᾷς στὸ σπίτι σου, τότε νὰ τὸ ἀνοίξης.

῾Η κυρὰ-Κακὴ παίρνει τὰ ξύλα καὶ τὸ σακκουλάκι καὶ φεύγει δίχως νὰ χαιρετίσῃ τὰ παλληκάρια. Φεύγει νὰ φθάσῃ στὸ σπίτι της μιὰ ὥρα ἐνωρίτερα.

Ὅταν καμμιὰ φορὰ ἔφθασε, ἀνοίγει χαρούμενη τὸ σακκουλάκι, μὰ τί νὰ ἰδῇ!

Ἦταν γεμᾶτο πέτρες καὶ τὶς εἶχε κουβαλήσει στὸ σπίτι της, νομίζοντας πὼς ἦταν χρυσᾶ φλωριά, ὅπως τὰ φλωριὰ τῆς κυρὰ - Καλῆς, τῆς γριούλας.

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963