Κοινωνική Ζωή
Τώρα ποὺ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὰ ξένα,
καὶ θὰ ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμένοι,
ἄφησε νὰ πάρω κάτι κι ἀπὸ σένα,
γαλανὴ πατρίς μου, πολυαγαπημένη.
Ἄφησε μαζί μου φυλακτὸ νὰ πάρω
γιὰ τὴν κάθε λύπη, κάθε τι κακό,
φυλακτὸ ἀπ’ ἀρρώστεια, φυλακτὸ ἀπὸ χάρο
μόνο λίγο χῶμα, χῶμα ἐλληνικό.
Χῶμα δροσισμένο μὲ νυκτιᾶς ἀγέρι,
χῶμα βαφτισμένο μὲ βροχὴ τοῦ Μάη,
χῶμα μυρισμένο ἀπ’ τὸ καλοκαίρι,
χῶμα εὐλογημένο, χῶμα ποὺ γεννάει
μόνο μὲ τῆς πούλιας τὴν οὐράνια χάρι,
μόνο μὲ τοῦ ἥλιου τὰ θερμὰ φιλιά,
τὸ μοσχᾶτο κλῆμα, τὸ ξανθὸ σιτάρι,
τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴ ἐλιά.
Χῶμα τιμημένο, ὅπου τό ’χουν σκάψει,
γιὰ νὰ θεμελιώσουν ἕνα Παρθενῶνα,
χῶμα δοξασμένο, ὅπου τό ’χουν βάψει
αἵματα στὸ Σούλι καὶ στὸ Μαραθῶνα,
χῶμα, πού ’χει θάψει λείψανα ἁγιασμένα
ἀπ’ τὸ Μεσολόγγι κι ἀπὸ τὰ Ψαρά,
χῶμα, ὅπου φέρνει στὸ μικρὸν ἐμένα,
θάρρος, περηφάνεια, δόξα καὶ χαρά.
Θὲ νὰ σὲ κρεμάσω φυλακτὸ στὰ στήθια,
κι ὅταν ἡ καρδιά μου φυλακτὸ σὲ βάλῃ,
ἀπὸ σὲ θὰ παίρνῃ δύναμι, βοήθεια,
μὴν τὴν ξεπλανέψουν ἄλλα ξένα κάλλη.
Ἡ δική σου χάρι θὰ μὲ δυναμώνῃ
κι ὅπου κι ἂν γυρίζω κι ὅπου κι ἂν σταθῶ,
σὺ θὲ νὰ μοῦ δίνῃς μιὰ λαχτάρα μόνη:
πότε στὴν Ἑλλάδα πίσω θὲ νὰ ’ρθῶ.
Κι ἂν τὸ ριζικό μου - ἔρημο καὶ μαῦρο -
μοῦ ’γραψε νὰ φύγω καὶ νὰ μὴ γυρίσω,
τὸ ὑστερνὸ συχώριο εἰς ἐσένα θά ’βρω,
τὸ ὑστερνὸ φιλί μου θὲ νὰ σοῦ χαρίσω...
Ἔτσι, κι ἂν σὲ ξένα χώματα πεθάνω,
καὶ τὸ ξένο μνῆμα θά ’ναι πιὸ γλυκό,
σὰν θαφτῇς μαζί μου, στὴν καρδιά μου ἐπάνω,
χῶμα ἀγαπημένο, χῶμα ἑλληνικό.
« Ἀμάραντα » Γεώργιος Δροσίνης
Πηγή : Αναγνωστικό Ε' Δημοτικού 1955
Σ’ ἕνα μακρυνὸ ἐξωτικὸ νησί, ἀνάμεσα στὰ πράσινα βουνά του καὶ στὰ ὄμορφα λιβάδια του, γεννήθηκε μιὰ φορὰ ἕνα παιδί.
Τὸ παιδὶ αὐτὸ γεννήθηκε κι ἔφερε μαζί του μιὰ μαγικὴ δύναμι, ποὺ σὲ λίγο θὰ τὸ ἔκαμνε ξακουστὸ σ’ ὅλο τὸν κόσμο.
Ἄπὸ πολὺ μικρὸ ἀκόμη, ἀντὶ νὰ τρέχῃ καὶ νὰ παίζῃ ὅπως τ’ ἄλλα παιδιὰ τῆς ἡλικίας του, ἔπαιρνε τὴ λύρα του καὶ τραβοῦσε γιὰ τὸ δάσος. ᾽Εκεῖ, κάτω ἀπὸ τὰ πυκνόφυλλα δένδρα, ἄρχιζε νὰ τραγουδῇ τὰ πιὸ γλυκὰ τραγούδια. Τότε τὰ πουλιὰ σώπαιναν γοητευμένα, γιὰ ν’ ἀκούσουν τὸ μικρὸ τραγουδιστή. Τ’ ἄγρια ζῶα μαζεύονταν γῦρό του καὶ τὸν κοίταζαν μὲ τὰ φλογισμένα μάτια τους, σὰν μαγνητισμένα.
Στὰ δάση τῆς πατρίδος του τραγούδησε γιὰ πρώτη φορὰ κι ἔννοιωσε τὴ μεγάλη δύναμή του, ποὺ τὸν ἔκαμε ἀνώτερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅταν ὅμως ἀνδρώθηκε καὶ θέλησε ν’ ἁπλώσῃ τὰ πτερά του, βρέθηκε μικρὴ καὶ στενὴ ἡ πατρικὴ γῆ. Αἰσθάνθηκε τότε τὴν ἀνάγκη νά φύγῃ, νὰ ταξιδέψῃ, νὰ δῇ καινούριους τόπους. Ἄφησε τὸ νησί του κι ἔφυγε μακρυά.
Ὅπου σταματοῦσε στὰ ταξίδια του, ὅπου κι ἂν ἔπιανε τὴ λύρα του, ὅπου κι ἂν ἔλεγε τὰ τραγούδια του, οἱ ἄνθρωποι ἄφηναν τὴ δουλειά τους καὶ μαζεύονταν γῦρό του. Τὸν λάτρευαν σὰν Θεό. Παντοῦ εὕρισκε φιλοξενία. Ὅλοι τὸν ἀγαποῦσαν. Λένε μάλιστα πὼς οἱ ἄγριοι λύκοι τῶν βουνῶν τὸν ἀκολουθοῦσαν πιστά, ἡμερωμένοι ἀπὸ τὴν τέχνη του.
῞Ενας βασιλιᾶς τὸν ἀγάπησε τόσο πολύ, ποὺ τοῦ χάρισε τὸ παλάτι του. Ὅταν ἐπέστρεφε ὁ τραγουδιστὴς ἀπὸ τὶς περιοδεῖες του, ἐκεῖ κατέληγς καὶ ἔμενε κοντὰ στὸν φίλο του, ὡς τὴν ὥρα ποὺ τὸν κυρίευε πάλι ἡ ἐπιθυμία τοῦ ταξιδιοῦ καὶ ἔφευγε μὲ τὴ λύρα του στὸ χέρι καὶ μὲ τὴ φωτιὰ γιὰ τὴν ἔμπνευσι στὰ μάτια.
Μιὰ μέρα ἔμαθε ὅτι κάπου μακριὰ θὰ γινόταν μεγάλος μουσικὸς διαγωνισμός. ῎Εφυγε, ἀμέσως καὶ ἔφθασε στὸν μακρινὸ αὐτὸ τόπο. Ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου εἶχαν μαζευθῆ ἐκεῖ ποιηταὶ καὶ μουσικοί, φημισμένοι καὶ ἄγνωστοι, νέοι καὶ γέροι, ἄλλοι μὲ λύρες, ἄλλοι μὲ φλογέρες, ὅλοι καλοὶ τεχνῖται. Ὁ μουσικός μας ὅμως τοὺς νίκησε ὅλους. Μὲ τὸ τραγούδι του μάγεψε ὅσους τὸν ἄκουσαν, ἀκόμα καὶ τοὺς πιὸ φανατισμένους ἀντιπάλους του. Τοὺς τραγούδησε γιὰ τὴν ἄνοιξι, γιὰ ἡρωϊσμὸ κι ἐνθουσιασμό˙ τοὺς ἔκαμε γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ νοιώσουν ὅλα τὰ ὄνειρα, ὅλη τὴ νοσταλγία τῆς καρδιᾶς του, τοὺς ἔρριξε στὰ γόνατα ἐμπρός του, δούλους καὶ δαμασμένους ἀπ’ τὴν ἀνώτερη ψυχή του.
Καὶ τοῦ ἔδωσαν τὸ χρυσὸ στεφάνι τῆς νίκης. Καὶ τοῦ χάρισαν πλούτη. Καὶ σὰν θέλησε νὰ φύγῃ, τοῦ ἀρμάτωσαν καράβι δικό του, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια τοῦ εὐχήθηκαν εὐτυχία καὶ δόξα καὶ χαρά.
Συγκινημένος στεκόταν ὁ μουσικὸς στὴν ὑψηλὴ πρύμνη. Ἔβλεπε τὴν κιτρινόχρυση γῆ νὰ χάνεται στὸν ὁρίζοντα. Καὶ ὅταν δὲν φαινόταν πιὰ τίποτε, μόνο ἡ θάλασσα, ποὺ ἄστραφτε, στὸν ἥλιο, στέναξε καὶ γύρισε νὰ κατέβῃ ἀπὸ τὴν πρύμνη.
᾽Εμπρός του ὅμως εἶδε τοὺς ναύτας ὅλους μαζεμμένους, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα, ποὺ τὸν κοίταζαν μὲ μάτια σκληρά, γεμᾶτα ἔχθρα.
- Τί θέλετε; ἐρώτησε.
- Πολλὰ πράγματα θέλομε ἐμεῖς, φώναξε ἕνας. Καὶ πρῶτα πρῶτα θέλομε νὰ σὲ ρίξωμε στὴ θάλασσα.
- Τί σᾶς ἔκανα, ἐρώτησε λυπημένα ὁ τραγουδιστής. Ἄν ζητᾶτε χρήματα, νά, ἐκεῖ στὰ πόδια σας εἶναι τὰ δῶρα, ποὺ μοῦ χάρισαν οἱ πατριῶται σας. Ἐκεῖ ὑπάρχουν στολίδια, χρυσάφια καὶ πλούσια ροῦχα. Μπορεῖτε νὰ τὰ πάρετε. Τί τὰ θέλω ἐγώ; Τὴ ζωή μου ὅμως, ἂν μοῦ τὴν πάρετε, τί ὄφελος θὰ εἶναι γιὰ σᾶς;
- Πὲς καλύτερα, τί θὰ μᾶς ὠφελήσῃ, ἂν σοῦ τὴν ἀφήσωμε, ἐφώναξε ἄγρια ἕνας ἄλλος. Ζωντανὸς μπορεῖς νὰ μᾶς μαρτυρήσῃς στὸ πρῶτο λιμάνι, ποὺ θ’ ἀράξωμε, καὶ νὰ μᾶς στείλῃς στὴν κρεμάλα. Πεθαμμένος ὅμως, στὰ βάθη τῆς θάλασσας τί κακὸ μπορεῖς νὰ κάμῃς;
- Βέβαια, φώναξαν οἱ ἄλλοι. Ἂν τὸν φᾶνε τὰ ψάρια, ἂν τὸν πνίξουν τὰ κύματα, ἂν τὸν θάψουν τὰ φύκια, ποιός θὰ τὸ μάθῃ ποτέ; Πήδα μονάχος σου, μαγεμμένε τραγουδιστή, μὴ σὲ ρίξουμε μὲ τὰ χέρια μας στὸ νερό!
Ὁ μουσικὸς τοὺς κοίταζε μαζεμμένους ἐμπρός του, ποὺ ἐφώναζαν καὶ ἐφοβέριζαν, ἑνωμένοι ὅλοι στὸν φθόνον τους γιὰ ἐκεῖνον, ποὺ τὸν αἰσθάνοντο ἀνώτερό τους, καὶ τὸν ἔπιασε ἀηδία.
- Μὴ μ᾽ ἐγγίζετε, ἐφώναξε. Μόνος μου θὰ πεθάνω, μὰ πρῶτα θὰ πῶ τὸ τελευταῖο μου τραγούδι!...
Τοὺς ἐγύρισε τὴν πλάτη, ἀνέβηκε στὸ ψηλότερο σκαλὶ κι ἐκεῖ στάθηκε ὄρθιος. Φοροῦσε τὸ χρυσὸ στεφάνι στὸ κεφάλι του καὶ στὸ χέρι του κρατοῦσε τὴ λύρα του. ῏Ηταν ὄμορφος σὰν θεός.
Ἐμπρός του ἁπλωνόταν ἡ θάλασσα ἥσυχη, ἀπέραντη, μὲ ὀμορφιὰ αἰώνια. Τότε ἐξέχασε τὴν ἀνθρώπινη ψευτιὰ κι ἡ πίκρα ἔφυγε ἀπὸ τὴν καρδιά του. Ἕνα μόνον ἤξερε: ὅτι θὰ πέθαινε, ὅτι θὰ χανόταν, ὅτι ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ ἔβλεπε τὴ φύσι.
Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ τραγούδι του ἦταν τὸ τελειότερο, ποὺ εἶπε ποτέ. Μόνος μὲ τὴ φύσι, ποὺ ἀγάπησε καὶ τραγούδησε, ἔλεγε γιὰ τελευταία φορὰ τὸν πόνο του. Τραγουδοῦσε καὶ, ἡ φωνή του ἦταν πότε σιγανὴ καὶ χαδιάρικη, πότε δυνατή, σὰν ἕνας ὕμνος στὴν ἀγάπη του γιὰ τὴ ζωή. Ὁ ἀέρας ἐγέμισε μελωδία. Ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη ἀντηχοῦσε τὸ τραγούδι του. Τὰ ξύλα τοῦ καραβιοῦ ἄρχισαν νὰ τρέμουν καὶ ἡ θάλασσα νὰ ταράζεται. Τότε μ’ ἕνα μεγάλο πήδημα ρίχτηκε στὴ θάλασσα, στὸν θάνατο, μὲ τὰ μάτια ὀρθάνοικτα καὶ τὸ τραγούδι στὰ χείλη. Τὰ κύματα ἔκλεισαν ἐπάνω του...
Μὰ τὸ τραγούδι του ἀντηχοῦσε ἀκόμη στὸν ἀέρα... Ἄμέτρητες φωνὲς τὸ εἶχαν πάρει καὶ τὸ ἐξακολουθοῦσαν θρηνώντας τὸν χαμό του. Οἱ ναῦτες τρομαγμένοι ρίχτηκαν στὰ κουπιὰ καὶ βιαστικὰ ἔφυγαν ἀπὸ τὸ στοιχειωμένο ἐκεῖνο μέρος. Ὁ τραγουδιστὴς ὅμως δὲν πνίγηκε. Μιὰ στιγμὴ εἶδε τὸ βαθυγάλανο νερὸ ὁλόγυρά του. Εἶδε κοντὰ ἀπὸ τὸ κεφάλι του φοῦσκες πράσινες νὰ φεύγουν, σὰν νὰ ἐβιάζοντο νὰ ἔβγουν στὸν ἀέρα.
Μία σκέψις τότε πέρασε ἀπὸ τὸ νοῦ του: Ἄχ! νὰ μποροῦσε κι ἐκεῖνος μιὰ φορὰ ἀκόμη νὰ δῆ τὸν ἥλιο, τὸν οὐρανό.
Μ’ ὅλη τὴν δύναμί του κλώτσησε τὸ νερό. Ἔξαφνα αἰσθάνθηκε κάποιο σῶμα, ποὺ τὸν ἔσπρωχνε καὶ τὸν ἀνέβαζε στὴν ἐπιφάνεια.
Ζαλισμένος κοίταξε γῦρό του. Ἡ θάλασσα εἶχε γεμίσει ἀπὸ δελφίνια καὶ ὁ ἴδιος καθότανε σὲ μιὰ μαύρη καὶ γυαλιστερὴ πλάτη ἑνὸς δελφινιοῦ. Τὰ ψάρια τὸν εἶχαν σώσει. Καὶ τώρα, τὸν πήγαιναν ὅσο γρήγορα μποροῦσαν στὸ νησί. Ἀφοῦ μὲ τὸ τραγούδι του συγκινοῦσε καὶ τὰ ἄψυχα, περίεργο, βέβαια, δὲν ἦταν νὰ συγκινηθοῦν καὶ τὰ δελφίνια.
Πολλὰ χρόνια ἔζησε ἀκόμη ὁ μεγάλος μουσικός. Καὶ ὅταν ἦλθεν ἡ ὥρα του νὰ πεθάνῃ, οἱ θεοὶ τὸν ἔβαλαν ἐκεῖνον καὶ τὴν λύρα του ἀνάμεσα στὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου λαμποκοπᾶ καὶ σήμερα ἀκόμα.
Ἀλ. Δέλτα
Πηγή : Αναγνωστικό Ε'Δημοτικού 1955
Σάββατο βράδυ. Στὴν πλατεῖα τὰ λεωφορεῖα φεύγουν στοιβαγμένα ἀπὸ κόσμο. Ὅποιος προφτάση νὰ μπῆ! Οἱ
ἄλλοι περιμένουν νὰ φτάση νέο λεωφορεῖο. Καὶ πάλι τὰ ἴδια. Σπρωξίματα, τσαλαπατήματα, φωνές, σκοτωμός. Καὶ τὰ λεωφορεῖα ἔρχονται καὶ φεύγουν τὸ ἕνα ὕστερ’ ἀπὸ τὸ ἄλλο κάθε δύο, κάθε τρία λεπτά. Καὶ πάντα ἕνα πλῆθος ἀνήσυχο, ποὺ περιμένει καὶ ποὺ δὲ φαίνεται νὰ λιγοστεύη. Εἶναι τάχα οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἔμειναν ἔξω ἀπὸ τὰ λεωφορεῖα, ποὺ ἔφυγαν, ἢ εἶναι ἄλλοι, ποὺ ἦρθαν κατόπι, χωρὶς νὰ τοὺς νιώση κανένας καὶ πῆραν τὴ θέση τους στὸ πεζοδρόμιο, ἢ εἶναι κι αὐτοὶ κι ἐκεῖνοι; Δὲν ξέρει τί νὰ ὑποθέση κανένας. Ὅ,τι καὶ νὰ εἶναι, τὸ πλῆθος δὲ λιγοστεύει. Νομίζει κανένας, πὼς ἡ γῆ γεννᾶ ἀνθρώπους.
Ὁ γεροντάκος ὅμως, ποὺ στέκεται παράμερα κάπου, φαίνεται πὼς εἶναι ὁ ἴδιος, ποὺ ἦταν ἐκεῖ καὶ μισὴ ὥρα
πρωτύτερα. Χωρὶς ἄλλο εἶναι ὁ ἴδιος. Τὰ λεωφορεῖα περνοῦν καὶ φεύγουν ἀπὸ μπροστά του. Αὐτὸς μένει. Μιὰ στιγμὴ ἀκούεται νὰ λέη ἀναστενάζοντας.
-Ὅπως πηγαίνουν τὰ πράματα, οὔτε αὔριο τὸ πρωὶ δὲ θὰ τὰ καταφέρω νὰ φύγω ἐγώ!
Ἕνα παχουλὸ παιδάκι μὲ κοντὰ πανταλονάκια καὶ μὲ σάκα σχολείου κρεμασμένη στὴν πλάτη ἀκούει τὸ γέρο καὶ χαμογελάει πονηρά. Θὰ γελᾶ χωρὶς ἄλλο μὲ τὴν ἀδυναμία του. Ὁ πιτσιρίκος αὐτὸς δὲ θὰ περιμένη βέβαια πολύ, σὰν τὸ γέρο. Μ’ ἓνα πήδημα θὰ βρεθῆ ἐπάνω στὸ λεωφορεῖο. Καὶ δὲν ἀργεῖ νὰ τὸ δείξη.
Σὲ λίγο φαίνεται ἓνα ἄδειο λεωφορεῖο, ποὺ κατεβαίνει. Μόλις σταμάτησε, ὁ πιτσιρίκος μ’ ἕνα πήδημα βρίσκεται
κιόλα ἐπάνω στὸ σκαλοπάτι, ἁρπαγμένος μὲ τὸ ἕνα χέρι ἀπὸ τὰ σίδερα τῆς τέντας. Μὲ τὸ ἄλλο χέρι ἀνοίγει τὴν
πόρτα, χώνεται πρῶτος μέσα στὸ λεωφορεῖο καί πιάνει μιὰ θέση, ἐνῶ ἀπὸ πίσω του οἱ ἄλλοι, ποὺ σκαρφαλώνουν, τὸν σπρώχνουν, τὸν βρίζουν, τὸν ἀποπαίρνουν.
-Παλιόπαιδο! Πρῶτος καὶ καλύτερος θέλεις νὰ μπῆς. Ντροπή σου!
-Δὲν μποροῦσε, βλέπεις, νὰ σοῦ λείψη καὶ τὸ κάθισμα κακομαθημένο παιδί. Ἔπρεπε νὰ καθίσης!
-Αὐτὴ τὴν ἀνατροφὴ σοῦ ἔδωσαν οἱ γονεῖς σου κι οἱ δάσκαλοί σου; Κι εἶσαι καὶ μαθητὴς τοῦ σχολείου! Δὲν
ντρέπεσαι!
Ὁ πιτσιρίκος ἀκούει τὶς βρισιὲς καὶ χαμογελᾶ στρογγυλοκαθισμένος στὴ θέση του.
-Εἴδατ’ ἐκεῖ τὸ ἀναίσθητο πλάσμα! Φωνάζει μιὰ κυρία ἀπέξω. Χαμογελάει κιόλας γιὰ τὸ κατόρθωμά του. Ξύλο
ποὺ τοῦ χρειάζεται!
Ἔξαφνα ὁ πιτσιρίκος σκύβει ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ φωνάζει κουνώντας τὸ χέρι του πρὸς τὸ μέρος ποὺ περιμένει ἀκόμα ὁ γέρος.-Παππού, ἔ, παππού! ῎Εμπα μέσα. Ἔχει θέση γιὰ σένα. Ὁ γέρος προχωρεῖ πρὸς τὸ λεωφορεῖο. Ἕνας ἐπιβάτης λέει στὸ παιδί,
-Δὲν ντρέπεσαι νὰ κοροϊδεύης τὸ γέρο; ποῦ εἶναι ἡ θέση; τὰ ἀστεῖα σοῦ ἔλειπαν, κακοαναθρεμμένε!
Ὁ εἰσπράχτορας κλείνει τὴν πόρτα μπροστὰ στὸ γέρο.
-Δὲν ἔχει ἄλλη θέση, μπάρμπα. Τὸ παλιόπαιδο ἀκοῦς; Ὁ μικρὸς σηκώνεται τότε ὄρθιος καὶ τοῦ φωνάζει:
-Ἔχει θέση, κύριε εἰσπράχτορα. Θὰ τοῦ δώσω τὴ δική μου. Γιὰ νὰ πιάσω θέση τοῦ παπποῦ..
Σὲ δυὸ λεπτὰ ὁ γέρος εἶναι καθισμένος στὴ θέση τοῦ μικροῦ κι ὁ μικρὸς μ’ ἕνα πήδημα πάλι βρίσκεται ἔξω, ἐνῶ
ὁ γέρος τοῦ φωνάζει ἀπὸ πίσω μὲ τὴν τρεμουλιαστὴ φωνή του:
-Τὴν εὐχή μου νάχης, παιδί μου! Νὰ σὲ χαίρωνται οἱ γονεῖς σου.
Ὁ κόσμος γυρίζει καὶ κοιτάζει τὸ παιδὶ ποὺ φεύγει. Ἕνας δημοσιογράφος κάνει νὰ τὸ σταματήση.
-Ἔλα δῶ, παιδί μου! Τοῦ λέει μὲ καλοσύνη. Ποιανοῦ εἷσαι;
πῶς σὲ λένε; Μὰ ὁ πιτσιρίκος προχωρεῖ βιαστικά, χωρὶς νὰ πῆ τ’ ὄνομά του καὶ χάνεται μέσα στὸ πλῆθος.
Πηγή : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946
— Ψάρια! φρέσκα ψάρια! ἀκούσθηκε ὁ ψαρᾶς ἀπὸ τὸ δρόμο.
— Τρέχα, Ἑλενίτσα, καὶ φώναξέ τον, εἶπε ἡ μητέρα τῆς Ἑλενίτσας.
Κοντός, κόκκινος, μὲ παλιὰ ροῦχα, ξυπόλυτος, μὲ γυρισμένα τὰ πανταλόνια καὶ μ’ ἕνα σκοῦρο μανδήλι γῦρο στὸ λαιμό του, ὁ ψαρᾶς ἐκρατοῦσε ἕνα πανέρι γεμᾶτο ψάρια.
— Θὰ πάρετε ψάρια, μικρούλα μου; ἐρώτησε μὲ τὴ χονδρή του φωνή.
— Πέρασε στὴν αὐλή, εἶπε ἡ Ἑλενίτσα.
— Τί ψάρια ἔχεις; ἐρώτησε ἡ μητέρα τῆς Ἑλενίτσας.
— Νὰ πάρῃς μπαρμπούνια, κυρία, λέγει ὁ ψαρᾶς, εἶναι πολὺ φρέσκα.
Δὲν εἶχε ἀκόμη καλὰ - καλὰ ἀκουμπήσει τὸ πανέρι καὶ νά καὶ ἡ γάτα, ποὺ ἐπλησίασε νὰ τὰ ἐπιθεωρήσῃ.
— Ψίτ, ψίτ, Λουλούκα, τῆς ἔκαμε ἡ Ἑλενίτσα, καὶ τὴν ἔδιωξε.
Στὸ πανέρι ἦσαν λογιῶν - λογιῶν ψάρια.
Εἶχε μπαρμπούνια μεγάλα κόκκινα, τσιποῦρες στακτόμαυρες μὲ ἀσημένια κοιλιά, λιθρίνια τριανταφυλλένια, σαφρίδια μὲ τὸ χρυσὸ γαζὶ στὸ πλάγι των. Τὰ μάτια των ἐμαύριζαν, τὰ σπάραχνά των ἐκοκκίνιζαν, ἐμοσχοβολοῦσαν θάλασσα.
Ἔβαλε στὴ ζυγαριά του καὶ ἐζύγισε κάμποσα μπαρμπούνια.
Ἡ μητέρα τῆς Ἑλενίτσας τὰ ἔβαλε σὲ μιὰ λεκάνη, ἐπλήρωσε τὸν ψαρᾶ καί, ἅμα ἔφυγε ἐκεῖνος, εἶπε:
— Ἔλα, Ἑλενίτσα,νὰ τὰ καθαρίσωμε.
ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ
Ἐπῆγαν μαζὶ στὴν κουζίνα. Ἡ μητέρα τῆς Ἑλενίτσας ἐπῆρε ἕνα ψάρι στὸ χέρι, τὸ ἐκράτησε ἀπὸ τὴν οὐρὰ καὶ εἶπε:
— Ἔτσι θὰ τὸ ξύσῃς μὲ τὸ μαχαίρι, νὰ βγοῦν τὰ λέπια. Μὲ προσοχή, νὰ μὴν κοπῇς.
Ἡ Ἑλενίτσα ἐπῆρε τὸ ψάρι καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ξελεπίζῃ.
— Γιατί τὰ ἔχουν τὰ λέπια, μητέρα; ἐρώτησε.
— Εἶναι τὸ φόρεμά των, ἀποκρίθηκε ἡ μητέρα της. Γλιστροῦν ἔτσι εὔκολα μέσα στὸ νερό.
— Νά το, τὸ ἐκαθάρισα! εἶπε σὲ λίγο ἡ Ἑλενίτσα, δείχνοντάς το.
―Τώρα νὰ κόψῃς τὰ πτερύγιά του, ἔτσι, ἔδειξε ἡ μητέρα της.
Ἡ μητέρα τὰ ἔκοψε καὶ ἡ Ἑλενίτσα εἶπε:
— Τὸ καημένο, πῶς θὰ ἐκολυμβοῦσε γρήγορα - γρήγορα μέσα στὴ θάλασσα μὲ τὰ τέσσερα πτερύγιά του.
— Καὶ μὲ τὴν οὐρά του, ποὺ τὴν ἔχει σὰν τιμόνι, ἐπρόσθεσε ἡ μητέρα.
Καὶ σὲ λίγο εἶπε:
— Κοίταξε τώρα, θ’ ἀνοίξω τὴν κοιλιά του. Κοίτα τὸ στομάχι του καὶ τὰ ἔντερά του.
— Τί τρώγουν, μητέρα; ἐρώτησε ἡ Ἑλενίτσα.
— Τὸ μπαρμπούνι τρώγει μικρὰ ζουζουνάκια, ποὺ χώνονται στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας. Βουτᾷ λοιπὸν τὸ στόμα του μέσα στὸν ἄμμο καὶ ψάχνει. Γι’ αὐτὸ ἔχει καὶ βοῦρκο πολλὲς φορὲς στὰ ἐντόσθιά του.
— Γιὰ ἰδές, μητέρα, κάτω ἀπὸ τὸ σαγόνι του!
— Ἆ, αὐτὰ εἶναι τὰ μουστάκια του. Τώρα νά, θὰ βγάλω καὶ τὰ σπάραχνά του, βλέπεις;
Καὶ λέγοντας αὐτὰ ἐτράβηξε τὰ κόκκινα σπάραχνα, σὰν μικρὰ στρογγυλὰ κτενάκια.
— Αὐτὰ, εἶναι τὰ πνεμόνια των, εἶπε. Μ’ αὐτὰ ἀναπνέει ἀέρα μέσα ἀπὸ τὸ νερό.
Ὕστερα, καθὼς ἐκαθάριζε ἕνα ἄλλο, εἶπε:
— Ἆ, γιὰ ἰδές, αὐτὸ ἔχει καί αὐγά. Ἰδές! αὐτὸ τὸ ἄσπρο πρᾶγμα, ποὺ βλέπεις, εἶναι χιλιάδες μικρούτσικα αὐγὰ κολλημένα μαζὶ τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο.
— Τόσο μικρούλια;
— Ναί, ἀπὸ αὐτὰ βγαίνουν ψαράκια μικρούλια σὰν τὸ κεφάλι τῆς καρφίτσας καὶ σιγὰ - σιγὰ μεγαλώνουν.
Ἀφοῦ τὰ ἐκαθάρισαν καλὰ ὅλα, τὰ ἔπλυναν μὲ ἄφθονο νερὸ καὶ ἔρριξαν ἐπάνω ἀρκετὸ ἁλάτι. Ὕστερα ἡ μητέρα τὰ ἔβαλε μέσα στὸ φανάρι καὶ τὸ ἔκλεισε καλά, γιατὶ ἡ γάτα δὲν ἦτο καθόλου ἥσυχη. Ἀφοῦ ἔφαγε τὰ ἐντόσθια, ποὺ τῆς ἔρριξαν, ἐγύριζε ὁλοένα ἐκεῖ στὰ πόδια των νιαουρίζοντας ἀδιάκοπα.
— Θὰ ἑτοιμάσωμε τώρα νὰ βράσωμε τὰ φασολάκια, εἶπε ἡ μητέρα, καὶ τὰ ψάρια θὰ τὰ τηγανίσωμε, ὅταν πλησιάζῃ τὸ μεσημέρι, γιὰ νὰ εἶναι ζεστὰ στὸ τραπέζι.
Ὕστερα ἔπλυναν καὶ οἱ δυὸ τὰ χέρια τους, ἔβγαλαν τὶς ποδιὲς τῆς κουζίνας καὶ ἐπῆγαν μέσα νὰ συγυρίσουν τὸ σπίτι.
Ἡ Ἑλενίτσα γεμάτη εὐχαρίστησι ἔλεγε ἀπὸ μέσα της:
— Πόσο θὰ εὐχαριστηθῇ ὁ πατέρας τὸ μεσημέρι, ποὺ θὰ τοῦ εἰπῶ, ὅτι ἐβοήθησα τὴ μητέρα!
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
Μιὰ καλοκαιριάτικη ἡμέρα ὁ κὺρ - Δημήτρης ἐξύπνησε τὸν Κωστάκη καὶ τὴν Ἑλενίτσα πολὺ πρωΐ καὶ οἱ τρεῖς τους ἀνέβηκαν σιγὰ στὸ βουνό. Ἐκεῖ τοὺς εἶχε καλέσει στὴ στάνη του νὰ τοὺς φιλοξενήσῃ ὁ μπάρμπα - Χρῖστος, ὁ ξακουσμένος πρωτοτσέλιγγας.
Πόσο εὐχάριστη ἦτο ἐκείνη ἡ διαδρομή! Ἐπερνοῦσαν ἀνάμεσα ἀπὸ πανύψηλα ἔλατα καὶ ἀπὸ καταπράσινες λαγκαδιές. Ἀπὸ τὰ τρυφερὰ βλαστάρια τῶν θάμνων ἐστάλαζε ἡ πρωϊνὴ δροσιά. Τὰ κουδούνια τῶν προβάτων μαζὶ μὲ τὸ κελάδημα τῶν πουλιῶν ἐταίριαζαν μιὰ ὑπέροχη καὶ εὐχάριστη μουσική.
Ὁ τσέλιγγας, μαζὶ μὲ τὴ χαριτωμένη κόρη του, τὴ Διαμάντω, ἐπερίμεναν πιὸ πέρα ἀπὸ τὴ στάνη τοὺς καλεσμένους, γιὰ νὰ τοὺς προφυλάξουν ἀπὸ τὰ τσοπανόσκυλλα.
― Καλῶς τους, εἶπε ὁ μπάρμπα - Χρῖστος, ὅταν εἶδε τὸν κὺρ - Δημήτρη καὶ τὰ παιδιὰ νὰ πλησιάζουν.
― Καλῶς σᾶς βρήκαμε, ἀπάντησε ὁ κὺρ - Δημήτρης.
― Μὲ δροσιὰ ἤρθατε. Φαίνεται ἐξύπνησαν γρήγορα τὰ παιδιά, συνέχισε ὁ μπάρμπα - Χρῖστος.
― Ἐξυπνήσαμε πολὺ πρωΐ, ἀπάντησαν μὲ μιὰ φωνὴ τὰ παιδιά.
Ὁ μπάρμπα - Χρῖστος ἐπῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὸν Κωστάκη, ἡ Διαμάντω ἐπῆρε τὴν Ἑλενίτσα καὶ ὅλοι μαζὶ ἐβάδιζαν γιὰ τὶς καλύβες.
― Μέεεε! μέεε! μέ! ἀκούοντο τὰ βελάσματα τῶν προβάτων, ποὺ ἔβοσκαν στὰ γῦρο λειβάδια.
Κάθε τσοπάνης, ἀκουμπισμένος στὴν ἀγκλίτσα του, ἐφύλαγε ἕνα κοπάδι πρόβατα. Τὸν ἐβοηθοῦσε καὶ ἕνας μεγάλος σκύλλος.
― Χούμ! χούμ! χούμ! ἀντηχοῦσαν οἱ βραχνὲς φωνὲς τῶν σκύλλων ἀπὸ τὶς ραχοῦλες καὶ τὰ ψηλώματα.
Μακριὰ ἀκούεται ἡ γλυκειὰ φλογέρα κάποιου τσοπάνη, ποὺ τὴ συνώδευαν ταιριασμένα τὰ ἁρμονικὰ κουδούνια τῶν προβάτων.
Πλησιάζουν τώρα στὶς καλύβες. Σὲ μιὰ πεδιάδα εἶναι μερικὲς πέτρινες στροῦγκες. Ἐκεῖ οἱ τσοπάνηδες ἀρμέγουν τὰ πρόβατα καὶ γεμίζουν κάτι μεγάλους κάδους, ποὺ τὶς λέγουν καρδάρες, μὲ τὸ παχύτατο γάλα.
Ἀπὸ μιὰ μεγάλη καλύβα βγαίνει μιὰ καθαροντυμένη νοικοκυρά, πρόσχαρη καὶ γεμάτη καλωσύνη.
― Καλῶς ὡρίσατε..., εἶπε ντροπαλὰ καὶ ἐχαιρέτησε τὸν κὺρ - Δημήτρη, ἐφίλησε τὸν Κωστάκη καὶ τὴν Ἑλενίτσα καὶ ὅλοι μαζὶ ἐμπῆκαν σὲ μιὰ εὐρύχωρη καλύβα.
Ἦτο κατακάθαρη καὶ ἔλαμπε ἀπὸ νοικοκυροσύνη. Μαλακὲς μάλλινες κουβέρτες μὲ ὡραῖα χρώματα ἦσαν στρωμένες. Ἐκεῖ ἐξεκουράσθηκαν, ἔφαγαν καὶ ἐκοιμήθηκαν τὸ μεσημέρι.
Τὸ ἀπόγευμα ἐπεσκέφθηκαν τὸ «Τυροκομεῖο». Ἦτο ἕνα πολὺ μεγάλο ἰσόγειο σπίτι, ποὺ ἐχρησίμευε καὶ γιὰ ἀποθήκη τῆς στάνης. Σὲ δυὸ μεγάλα καζάνια ἔβραζαν τὸ γάλα καὶ τὸ ἀνακάτευαν μὲ μεγάλες ξύλινες κουτάλες. Ἔπειτα τὸ ἔπηζαν τυρί. Τὸ ἔβαζαν σὲ μεγάλα τυρόπανα καὶ τὸ ἐκρεμοῦσαν γιὰ νὰ στραγγίσῃ τὸ νερό. Τὸ νερὸ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ τυρὶ τὸ ἔβραζαν καὶ ἔβγαζαν ἀπὸ αὐτὸ τὴ μυζήθρα.
Πιὸ πέρα, μέσα σ’ ἕνα κάδο στενὸ καὶ ψηλό, ἐκτυποῦσαν μ’ ἕνα ξύλο μακρὺ τὸ γάλα, ποὺ ἦτο μέσα, καὶ ἔβγαζαν τὸ βούτυρο. Πιὸ πέρα ἔπηζαν τὸ γιαούρτι.
Τὰ παιδιὰ ἐχόρτασαν ἀπὸ φρέοκο τυρί, ἀπὸ φρέσκη μυζήθρα καὶ ἀπὸ βουνήσιο γιαούρτι.
— Εὐλογία Θεοῦ εἶναι, παιδιά, τὰ πρόβατα, εἶπε ὁ κὺρ - Δημήτρης. Μᾶς δίδουν τὸ γάλα, τὸ τυρί, τὸ βούτυρο, τὸ μαλλί, τὸ κρέας, τὰ δέρματα, τὸ λίπασμα.
— Θησαυρὸς εἶναι, συμπλήρωσε ὁ τσέλιγγας. Τὰ ἔχει εὐλογήσει ὁ Θεός. Δοξασμένο νὰ εἶναι τὸ ὄνομά Του. Τὸ βραδάκι ὁ κὺρ - Δημήτρης καὶ τὰ παιδιὰ ἀπεχαιρέτησαν τὸν φιλόξενον τσέλιγγα, τὴν καλὴ καὶ φιλόξενη γυναικούλα του καὶ τὴ χαριτωμένη κορούλα του, τὴ Διαμάντω, καὶ ἐγύρισαν στὰ σπίτια τους.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955