Κοινωνική Ζωή
Σὲ λίγο ἐσηκώθηκαν τὰ παιδιά, γιὰ νὰ πᾶνε στὸ σπίτι. Ἔφαγαν μὲ πολλὴ ὄρεξι. Ὅταν ἔφαγαν, ἐκάθισαν στὸ σαλόνι νὰ ξεκουρασθοῦν.
Ξαφνικά, ἀπὸ τὴν ἄλλη αἴθουσα ἀκούσθηκαν κάτι δυνατὲς φωνές, ποὺ τὰ παιδιὰ ἐτρόμαξαν. Ἡ Μαρίκα εἶχε πάει καὶ εἶχε ἀνοίξει τὸ ραδιόφωνο. Τὰ παιδιὰ ἔτρεξαν πρὸς τὰ ἐκεῖ.
Ὁ Κωστάκης καὶ ἡ Ἑλενίτσα ἐπλησίασαν καὶ εἶδαν μιὰ πλάκα, προφυλαγμένη μὲ γυαλί, γεμάτη ὀνόματα. Ἦσαν τὰ ὀνόματα πολλῶν πόλεων ἀπὸ ὅλες τὶς χῶρες τῆς γῆς, ὅπως ἐξήγησε ὁ Γιῶργος. Ἡ Μαρίκα ἔβαλε τὸ δείκτη ἐπάνω οτὸ ὄνομα «Ἀθῆναι» κι ἄκουσαν τραγούδια ἀπὸ τὸ Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ τῶν Ἀθηνῶν.
— Τί θαῦμα! εἶπε ἡ Ἑλενίτσα.
— Μὰ πῶς ἔρχονται ἔτσι τὰ τραγούδια ἀπὸ τὴν Ἀθήνα; ἐρώτηοε ὁ Κωστάκης.
Ἡ Μαρίκα ἐξήγησε: — Στὴν Ἀθήνα τραγουδοῦν ἐμπρὸς σ’ ἕνα μηχάνημα, ποὺ μαζεύει τὴ φωνή. Αὐτὸ τὴ στέλνει σὰν ἀστραπὴ σ’ ὅλα τὰ ραδιόφωνα. Ἐμεῖς ἀκοῦμε τὴν ὥρα, ποὺ ἔχει τραγούδια γιὰ παιδιά. Κι ὅταν εἶναι κακοκαιρία καὶ δὲν μποροῦμε νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, ἀκοῦμε ἀπ’ ἐδῶ καὶ τὴ λειτουργία.
— Ἐσεῖς δὲν ἔχετε ραδιόφωνο στὸ Χωριό; ὲρώτησε ὁ Γιῶργος.
— Εἶναι καιρός, ποὺ εἶχε φέρει ἕνα ὁ θεῖος, εἶπε ἡ Ἑλενίτσα. Ἤμουν τότε πολὺ μικρή. Ἀλλὰ τοῦ ἐχάλασε. Ἐλειτουργοῦσε μὲ ἠλεκτρικὲς στῆλες. Τώρα μᾶς εἶπε, πώς, ὅταν θὰ ἔχωμε ἠλεκτρικὸ ρεῦμα στὸ Χωριό, θὰ τὸ ἀλλάξῃ καὶ θὰ φέρῃ ἕνα ἄλλο. Κι ἔτσι θὰ ἔχωμε καὶ ἐμεῖς ραδιόφωνο, σὰν αὐτό.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
Ἐκεῖνο, ποὺ ἔκαμε ἐντύπωσι στὰ παιδιά, ἦτο τὸ «τάκ», ποὺ ἐγίνετο μὲ μισὴ στροφὴ τοῦ διακόπτη δεξιά. Τὸ δωμάτιο τότε ἐφωτίζετο, σὰν νὰ ἔμπαινε μέσα ξαφνικὰ ὁ ἥλιος. Κι ὕστερα ἕνα «τὰκ» καὶ τὸ δωμάτιο ἐβυθίζετο πάλι στὸ σκοτάδι.
— Αὐτὸ τὸ ὡραῖο φῶς, ποὺ εἶναι κλεισμένο μέσα σ’ αὐτὴ τὴ μικρὴ γυάλινη λάμπα, πότε θὰ τὸ ἔχωμε κι ἐμεῖς στὸ χωριό μας; ἐρώτησε ἡ Ἑλενίτσα τὸν θεῖο Δημήτρη.
— Πολὺ γρήγορα! Αὔριο θὰ σᾶς πάω, νὰ μείνετε ὅλη τὴν ἡμέρα, στὸ σπίτι μιᾶς ἐξαδέλφης μας. Ἔχει κι αὐτὴ παιδιὰ σὰν καὶ σᾶς. Θὰ μείνετε μαζί τους κι ἐγὼ θὰ φροντίσω γιὰ τὸ ζήτημα τῶν μηχανημάτων. Θὰ χρειασθῇ νὰ μείνωμε ἀκόμη δυὸ ἡμέρες ἐδῶ καὶ θὰ φύγωμε τὴν παραμονὴ τῶν Φώτων γιὰ τὸ Χωριό.
— Ἆ, λέγει ὁ Κωστάκης. Τί ὡραῖα νὰ ἔχωμε καὶ ἐμεῖς αὐτὸ τὸ φῶς καὶ νὰ περπατοῦμε ἔξω στοὺς δρόμους μας. Ὄχι, ποὺ μόλις στκοτεινιάσῃ, χωνόμαστε μέσα στὰ σπίτια μας.
— Ἔχουν ἀπὸ καιρό, θεῖε, αὐτὸ τὸ φῶς ἐδῶ; ἐρώτησε ἡ Ἑλενίτσα.
— Ὄχι, δὲν εἶναι πολλὰ χρόνια, εἶπε ὁ θεῖος Δημήτρης. Γιὰ νὰ γίνῃ ὅμως αὐτὸ καὶ νὰ τὸ χαιρώμαστε ἐμεῖς σήμερα, ἐχρειάσθηκαν πολλὰ χρόνια δουλειᾶς καὶ μελέτης. Πολλοὶ ἐπιστήμονες ἐπερασαν ὅλη τους τὴ ζωή, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὸ
ἠλεκτρικὸ ρεῦμα! Ἀλλ’ αὐτὰ ὅλα θὰ τὰ μάθετε πιὸ καλὰ στὸ σχολεῖό σας, στὶς μεγαλύτερες τάξεις. Μάλιστα, ὅταν θὰ στείλῃ ὁ θεῖος Ἀργύρης ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ καὶ τὰ ἄλλα σχολικὰ ὄργανα, θὰ στείλῃ μαζὶ καὶ μιὰ μικρὴ ἠλεκτρικὴ μηχανή.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
Μὲ τὶς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Νοεμβρίου ἦσαν πολὺ ὡραῖες οἱ λιακάδες. Ἕνα ἀπόγευμα ὁ Κωστάκης περιπατοῦσε μὲ τὸ θεῖό του στὸ δημόσιο δρόμο τοῦ Χωριοῦ. Ἐρχόταν ἕνα κάρρο φορτωμένο.
Ξαφνικὰ τὸ ἄλογο ἐστάθηκε. Ἦτο καταϊδρωμένο. Ἴσως νὰ εἶχε κουρασθῆ μὲ τὸ τόσο βάρος, ποὺ ἔσερνε. Ὁ ἁμαξᾶς, χωρὶς νὰ δώσῃ καιρὸ στὸ ἄλογο νὰ πάρῃ ἀνάσα, ἐτράβηξε δυνατὰ τὸ χαλινάρι καὶ τοῦ ἐφώναξε γιὰ νὰ ξεκινήσῃ. Τοῦ κάκου! Τὸ ἄλογο δὲν ἐπροχωροῦσε.
Χάνει τὴν ὑπομονή του ὁ ἁμαξᾶς κι ἀρχίζει νὰ κτυπᾷ τὸ ἄλογο μὲ τὸ μαστίγιο. Τὸ ἄλογο δὲν ἐκινεῖτο κι ὁ ἁμαξᾶς ἐξακολουθοῦσε να τὸ κτυπᾷ καὶ νὰ φωνάζῃ.
— Τί κάνεις, φίλε μου! τοῦ λέει ὁ θεῖος. Γιατί βασανίζεις τὸ ἄλογο; Ἄφησέ το λίγο νὰ ξεκουρασθῇ, καὶ θὰ ἰδῇς πὼς θὰ συνεχίση τὸ δρόμο του. Κρῖμα στὶς χάνδρες καὶ στὰ φυλακτά, ποὑ τοῦ ἔχεις κρεμασμένα!
Ὁ ἁμαξᾶς ἄφησε τὸ μαστίγιο. Ἔσταύρωσε τὰ χέρια του καὶ ἐκάθισε σιωπηλὸς καὶ λίγο σὰν πειραγμένος. Ὕστερα ἀπὸ λιγο, ποὺ ξαναπῆρε τὸ χαλινάρι, τὸ ἄλογο ἐξεκίνησε.
— Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν λίγο λογικό. Μὰ αὐτὸς ὁ ἁμαξᾶς ἔδειξε, πὼς δὲν ἔχει καθόλου, λέγει ὁ θεῖος στὸν Κωστάκη. Ὑπάρχει πιὸ ὡραῖο, πιὸ ἔξυπνο καὶ πιὸ ἐξυπηρετικὸ ζῷο ἀπὸ το ἄλογο;
Πρὶν ἐψευρεθοῦν τὰ τραῖνα καὶ τ’ αὐτοκίνητα, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ ἄλογο ἐκέρδιζε τὴν ἀπόστασι. Στὴν ἀρχὴ - ἀρχὴ ἀνέβαινε ὁ ἴδιος ἐπάνω σ’ αὐτό. Ἀργότερα ἐσκέφθηκε καὶ τὸ ἔζεψε πρῶτα στὸ συρτὸ χειραμάξι του, ὕστερα στὸ κάρρο μὲ ρόδες καὶ τέλος στὸ ὀμορφοστολισμένο ἁμάξι του.
Σήμερα βέβαια τὸ πιὸ μέτριο αὐτοκίνητο μπορεῖ νὰ ξεπεράσῃ καὶ τὸ πιὸ γρήγορο ἄλογο. Ὅμως σ’ ὅλα τὰ χωριὰ καὶ σὲ πολλὲς πόλεις ἀκόμη προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του.
Εἶναι πολὺ ὡραῖο νὰ βλέπῃ κανεὶς νὰ τρέχουν ἄλογα μὲ ὁρμή, μὲ τὸ κεφάλι ψηλά, μὲ ἐλαφρὰ τὰ πόδια, εἴτε στὸν πόλεμο, εἴτε στὶς ἱπποδρομίες τοῦ Φαλήρου, ὅπως τὰ εἶδα ἐγὼ καὶ στὰ δυό.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
Τὸν Ὀκτώβριο, μὲ τὶς πρῶτες βροχές, ὁ γεωργὸς, ὀρνώνει καὶ σπέρνει τὰ χωράφια του. Στοὺς κήπους καὶ στὰ περιβόλια σπέρνει τὰ λαχανικά.
Ἔχει ἑτοιμάσει διαλεχτὸ σπόρο σιταριοῦ, σίκαλης, βρώμης, κριθαριοῦ καὶ ἄλλων δημητριακῶν, ποὺ θὰ σπείρῃ τὸ φθινόπωρο. Ἔβαλε τὸ σπόρο μέσα σὲ φάρμακα, γιὰ νὰ καθαρισθῇ ἀπὸ τὶς ἀσθένειες.
Στὶς μεγάλες ἐκτάσεις ἀρχίζει ἡ καλλιέργεια μὲ τὰ βενζινάροτρα, δηλαδὴ μὲ ἄροτρα μὲ πολλὰ ὑνία, ποὺ κινοῦνται μὲ βενζίνη καὶ μοιάζουν μὲ αὐτοκίνητα.
Μ’ αὐτὰ καλλιεργοῦνται οἱ μεγάλες πεδιάδες τῆς πατρίδος μας.
Κάθε πρωΐ ὁ γεωργός, ἀφοῦ κάμῃ τὴν προσευχή του, ἀρχίζει τὴν ἐργασία του. Μὲ τ’ ἀργοκίνητα βόδια του ὀργώνει καὶ σπέρνει τοὺς ἀγρούς του.
Τὸ εὐλογημένο χῶμα σκεπάζει τοὺς σπόρους, ποὺ ὁ γεωργὸς ἔχει σκορπίσει μὲ τὸ χέρι του ἢ μὲ τὴ σπαρτική του μηχανή, γιὰ νὰ βλαστήσῃ σὲ λίγο μιὰ ἀπέραντη πρασινάδα. Πίσω του μερικὲς σιταρῆθρες καὶ μερικὲς μαυρόφτερες κουροῦνες σκαλίζουν τὸ χῶμα νὰ εὕρουν κανένα σκουληκάκι ἢ κανένα σπόρο σιταριοῦ γιὰ τὸ φαγητό τους.
Τὸ βράδυ ὁ γεωργὸς θὰ γυρίσῃ χαρούμενος στὴν οἰκογένειά του καί, ἀφοῦ τακτοποιήσῃ τὰ βόδια του στὸ στάβλο καὶ τὰ ἐργαλεῖά του στὴν ἀποθήκη, θὰ ξεκουρασθῇ.
Τὰ παιδιά του θὰ τοῦ διηγηθοῦν κάτι ἀπὸ τὰ μαθήματα τῆς ἡμέρας καὶ ἡ γυναῖκά του θὰ τὸν βοηθήσῃ, στίς ἐργασίες του καὶ θὰ τοῦ μιλήση γιὰ τὶς φροντίδες τοῦ σπιτιοῦ.
Καὶ ὅλοι μαζί, πρὶν κοιμηθοῦν, θὰ ψιθυρίσουν πάλι τὴν προσευχή των καὶ Θὰ παρακαλέσουν τὸ Θεὸ νὰ εὐλογήσῃ τοὺς κόπους τοῦ γεωργοῦ. Νὰ ζεστάνῃ τὸ σπόρο μὲ τὶς χρυσὲς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ νὰ τὸν δροσίσῃ μὲ τὴν οὐράνια δροσιά του.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
Ἀθήνα χρυσοστέφανη καὶ τιμημένη χώρα
οἱ μεγαλόχαροι θεοὶ ἐπάνω σου ἀγρυπνοῦνε.
............................................................
Ἡ Ἀθήνα ζαφειρόπετρα στῆς γῆς τὸ δαχτυλίδι...
ΙΙαλαμᾶς
Μιὰ ἡμέρα, ποὺ ἔτυχε νὰ μιλοῦν στὸ μάθημα γιὰ τὴν πρωτεύουσά μας, τὴν Ἀθήνα, ὁ δάσκαλος ἐξήγησε στὰ παιδιά, πῶς ἐπῆρε τὸ ὄνομα ἡ Ἀθήνα μας.
— Καμμιὰ πολιτεία στὸν κόσμο, εἶπε, δὲν ἔχει τὴ δόξα, τὴν ἱστορία καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Ἀθήνας μας. Στὰ πολὺ παλιὰ ὅμως χρόνια, τότε ποὺ ἡ Ἀθήνα ἦτο ἀκόμη ἕνα μικρὸ χωριό, δὲν εἶχε τὸ ὄνομα ποὺ ἔχει σήμερα. Ἐλέγετο Κεκροπία, ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ πρώτου της βασιλιᾶ Κέκροπα. Οἱ ἀρχαῖοι ὅμως θεοὶ τοῦ Ὀλύμπου ἀπεφάσισαν νὰ γίνῃ ἡ μικρὴ αὐτὴ πόλις μιὰ ἡμέρα μεγάλη καὶ σπουδαία πολιτεία, μὲ ἐξαιρετικὴ ὀμορφιά, μὲ σπάνια ἱστορία, μὲ μεγάλη δόξα. Ἔτσι τὴν ἐπῆραν στὴν προστασία τους.
Ὅλοι οἱ θεοί, χωρὶς ἐξαίρεσι, ἤθελαν νὰ προστατεύσουν τὸν ὄμορφο αὐτὸν τόπο, μὰ περισσότερο ἀπ’ ὅλους ἐπέμεναν ἡ Ἀθηνᾶ, ἡ θεὰ τῆς σοφίας, καὶ ὁ Ποσειδῶν, ὁ θεὸς τῆς θάλασσας.
Ὁ Ζεὺς τότε, ὁ βασιλεὺς τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων, διέταξε νὰ διαγωνισθοῦν ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ὁ Ποσειδῶν καὶ ὥρισεν, ὅτι θὰ νικήσῃ ἐκεῖνος, ἀπὸ τοὺς δυὸ θεούς, ποὺ θὰ χαρίσῃ στὸν τόπο τὸ πιὸ χρήσιμο δῶρο. Ὁ νικητὴς θὰ δώσῃ τ’ ὄνομά του
στὴν πόλι καὶ θὰ τὴν πάρῃ στὴν προστασία του.
Ὁ διαγωνισμὸς τῶν θεῶν ἄρχισε ἐπάνω στὴν Ἀκρόπολι, μπροστὰ στὸ βασιλιᾶ Κέκροπα καὶ σ’ ὅλους τοὺς θεούς, ποὺ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ κατέβηκαν ἀπ’ τὸν Ὄλυμπο.
Πρῶτος ὁ Ποσειδῶν ἐκτύπηοε τὴν τρίαινά του καὶ ἀμέσως ἐβγῆκε νερό. Δὲν ἄρεσε ὅμως τὸ δῶρο αὐτὸ οτοὺς Ἀθηναίους.
Ξανακτύπησε ὁ θεὸς τῆς θάλασσας τὸ βράχο μὲ τὴν τρίαινά του καὶ ἀμέσως πετάχθηκε ἕνα ὡραῖο ἄλογο, πολὺ κατάλληλο γιὰ τοὺς πολέμους. Καὶ αὐτὸ ὅμως δὲν ἐνθουσίασε τοὺς εἰρηνικοὺς Ἀθηναίους.
Ἔπειτα ἀπ’ τὸν Ποσειδῶνα, ἡ μεγαλόπρεπη κόρη τοῦ Διός, ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ, ἐκτύπησε μὲ τὸ κοντάρι της τὸ ἄκαρπο ἔδαφος τοῦ ἱεροῦ βράχου τῆς Ἀκροπόλεως. Ἀμέσως ἐφύτρωσε ἡ ἐλιά, τὸ δένδρο, ποὺ θὰ ἐχάριζε τροφὴ καὶ ὑγεία στὴν πόλι καὶ θὰ ἔφερνε τὴν εἰρήνη ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους.
Τὸ δῶρο αὐτὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἐνθουσίασε τοὺς Ἀθηναίους καὶ ἐθεωρήθηκε χρησιμώτερο ἀπὸ τὸ δῶρο τοῦ Ποσειδῶνος.
Ἔτσι ἡ θεὰ τῆς σοφίας, ἡ Ἀθηνᾶ, ἀνακηρύχθηκε νικήτρια κι ἐπῆρε στὴν προστασία της τὴν πόλι.
Τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομά της, σὰν πρῶτο δεῖγμα τῆς ἀγάπης της, καὶ μὲ τὴ βοήθειά της ἡ Ἀθήνα προώδευσε πολὺ καὶ ἔγινε ἡ πρώτη πόλις τοῦ κόσμου στὰ γράμματα, στὶς τέχνες, στὶς ὀμορφιές, στὴν ἱστορία, στὴ δόξα!
Τὴν ἄλλη ἡμέρα τὰ παιδιὰ ἀναπαρέστησαν στὴν τάξι τῂν παραπάνω σκηνή. Ὁ Κωστάκης παράστησε τὸν Ποσειδῶνα, ἡ Ἑλενίτσα τὴν Ἀθηνᾶ κι ἄλλα παιδιὰ τοὺς ἅλλους θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου καὶ τὸ βασιλιᾶ Κέκροπα. Ἦτο ἀλήθεια μιὰ ὑπέροχη σκηνὴ ποὺ τὴν εἶχαν κάμει μόνα των τὰ παιδιά.
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955