Πάει πιὰ τὸ καλοκαίρι. ῎Εφυγαν τὰ πουλιά· ἐταξίδεψαν τὰ γοργόφτερα χελιδόνια· κι ἀπόμειναν οἱ τσίχλες, τὰ κοτσύφια κι οἱ μπεκάτσες. Οἱ ἡμέρες μικραίνουν.

῾Ο ἀέρας σκορπάει μακρυὰ τὰ κιτρινισμένα φύλλα κι ὅλο ξεγυμνώνει τὰ δέντρα. Τ’ ἀμπέλια τὰ τρύγησαν. Λίγα, πολὺ λίγα, χρυσάνθεμα στολίζουν ἀκόμα τοὺς κήπους ἢ τὶς γλάστρες.

filla fthinoporou

Τί καλὰ πούναι στὸ σπίτι,
τὸ φθινόπωρο σὰν πάρη
κι ἀρχινᾶμε τρίψε τρίψε
ὅλοι ἀντάμα τὸ ζυμάρι!
Ποιὸς καλύτερα τὸ πλάθει;
Ποιὸς ἀπ’ ὅλους; ἡ μανούλα.
Καὶ κλεινόμαστε στὸ σπίτι
κι ὅλ’ ἀντάμα τὰ παιδιά,
τρίψε τρίψε τὴν κουλούρα,
τραγουδᾶμε τρά, λά, λά!


Ἔξω ἀδιάκοπα φυσάει
καὶ λυσσομανᾶ τ’ ἀγέρι.
Πέρα ἡ θάλασσα ξασπρίζει
σὰ χιονάτο περιστέρι.
Ὁ πατέρας κόβει ξύλα
μὲ τὸ πιὸ μεγάλο ἀγόρι
κι ἐμεῖς τ’ ἄλλα καθισμένα
δίπλα κεῖ στὴν παραστιά,
- κι ἂς βογγᾶ τὸ ξεροβὸρι -
τραγουδοῦμε τρά, λά, λά!

 

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικοῦ σχολείου 1948

Τὸ φθινόπωρο ἔφερε μαζί του τὴ βροχούλα καὶ τὴ δροσιά. Ὁ οὐρανὸς δὲν εἶναι ὅπως τὸ καλοκαίρι πάντα γαλάζιος. Συχνὰ τὸν σκεπάζουν μαῦρα σύννεφα καὶ τὰ πουλιὰ δὲν κελαηδοῦν πιὰ στὰ δέντρα. Τὰ μονοπάτια τοῦ δάσους εἶναι στρωμένα μὲ φύλλα ξερὰ καὶ τὰ γυμνὰ κλαδιὰ φαίνονται σὰ νὰ κρυώνουν.

Ὁ Θανάσης κι ἡ Εὐγενούλα, δυὸ μικρὰ παιδάκια ἀπὸ τὸ χωριό, ἀνεβαίνουν τὸν ἀνήφορο καὶ μπαίνουν στὸ δάσος Τοὺς στέλνει ἡ  μητέρα τους νὰ μαζέψουν φύλλα ξερά, γιὰ νὰ κοιμᾶται ἐπάνω ἡ Μοσχούλα, ἡ κατσικούλα τους καὶ νὰ μὴν κρυώνη.

Πολλὰ παιδιὰ ἔρχονται στὸ δάσος καὶ κάνουν πὼς δουλεύουν σὰν τοὺς μεγάλους, μόνο γιὰ νὰ παίξουν. Ὅμως αὐτὰ τὰ δυὸ παιδιὰ  δὲν ἦρθαν γιὰ παιχνίδι.

fthinopwro ergasies

Σήμερα τὰ παιδιὰ ἐξύπνησαν πολὺ πρωΐ.

Τοὺς ἐφάνηκε σὰν νὰ ἐκτυποῦσαν δυνατὰ τὴν πόρτα, σὰν νὰ ἔτρεχαν ἔξω πολλοὶ ἄνθρωποι.

Μὰ καθὼς ἐξύπνησαν, ἄκουσαν τὶς δυνατὲς βροντὲς καὶ τὴ βροχή, ποὺ ἐκτυποῦσε τὰ τζάμια, σὰν νὰ τοὺς ἐφώναζε:

— Ξυπνᾶτε, ξυπνᾶτε νὰ ἰδῆτε!Πρωτοβρόχια

Ὁ Κωστάκης ἐσηκώθηκε πρῶτος. Ἔτρεξε ἀμέσως στὸ παράθυρο. Ἆ, τί ἐγίνετο ἔξω! Ἀπὸ τὴ μεγάλη βροχὴ ποτάμια ἔτρεχαν στὸ δρόμο τὰ νερά. Ὁ οὐρανὸς σκεπασμένος μὲ σκοτεινὰ σύννεφα. Ἄστραφτε πότε - πότε καὶ ἐβροντοῦσε. Ὁ κὺρ Γιάννης, ὁ πατέρας τοῦ Μήτσου, ἐπήγαινε στὴ δουλειά του μὲ μιὰ μεγάλη ὀμπρέλλα, ποὺ ἔσταζε γῦρο - γῦρο νερά Τὰ παπούτσια του ἦσαν ὅλο λάσπες.

Μιὰ μεγάλη βροντὴ ἀκούσθηκε καὶ μιὰ δυνατὴ λάμψι ἔκαμε τὸν Κωστάκη νὰ κλείσῃ τα μάτια του.

Ἔπειτα ἐτραβήχθηκε ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ ἄρχισε νὰ ντύνεται.

— Θὰ βρέξῃ πολὺ σήμερα,εἶπε ἡ μητέρα του.

— Θα ποτίσῃ τὰ δένδρα καὶ τὰ λουλούδια, τὰ χωράφια καὶ τὰ ἀμπέλια. Θὰ καθαρίσῃ τὸν ἀέρα καὶ θὰ τὸν ξεπλύνῃ ἀπὸ τὴ σκόνη καὶ τοὺς καπνούς. Θὰ γεμίσῃ καὶ τὰ πηγάδια καθαρὸ νερό.

Νά, ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀκούεται ἡ φωνὴ τῆς Ἑλενίτσας:

— Κωστάκη, Κωστάκη, καλημέρα!

— Καλημέρα, Ἑλενίτσα, καλημέρα ἐξαδελφούλα. Πῶς σοῦ φαίνεται σήμερα ὁ καιρός;

Ἡ Ἑλενίτσα γιὰ ἀπάντησι ἐτραγούδησε:

Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει
καὶ τὸ μάρμαρο ποτίζει
καὶ ἡ γάτα μαγειρεύει
καὶ ὁ ποντικὸς χορεύει.

 Kαὶ ὁ Κωστάκης τῆς ἀπάντησε μὲ ἕνα γνωστὸ ποίημα:

Η ΒΡΟΧΟΥΛΑ

Ψιλή, ψιλὴ βροχούλα
ποτίζει τὸ χωράφι.
Ἡ κάθε μιά της στάλα
κι ἕνα ἀκριβὸ χρυσάφι

Μέσ’ στοῦ ζευγᾶ τὸ σπίτι
λαμποκοπᾷ τὸ τζάκι.
Μὲ τὴ γιαγιά, ποὺ γνέθει,
μιλεῖ τὸ ἐγγονάκι.

Χαμογελᾷ ὁ πατέρας
καὶ τὴ φωτιὰ σκαλίζει.
Καὶ δός του πιὰ ἡ βροχούλα
τοῦ γλυκομουρμουρίζει.

Σὰν νὰ τοῦ λέῃ, κτυπῶντας
σιγὰ στὸ παραθύρι,
πὼς πλούσια θὰ θερίσῃ
ὅσα καλὰ ἔχει σπείρει.

Στέλιος Σπεράντσας

 — Εἶσαι ἕτοιμος γιὰ τὸ σχολεῖο, Κωστάκη; ἐρώτησε ἡ Ἑλενίτσα.

— Ναί, ναί, εἶπε ὁ Κωστάκης, ἐσύ;

— Νά, τὴν ὀμπρέλλα μου περιμένω νὰ μοῦ δώσῃ ἡ μητέρα μου.

— Καὶ ἐμένα, εἶπε ὁ Κωστάκης.

ΒροχήἩ μητέρα του τὸν ἐβοήθησε νὰ περάσῃ τὴ σάκκα του στοὺς ὤμους καὶ τὸν ἔβγαλε στὴν πόρτα· Ἐκεῖ τοῦ ἄνοιξε τὴν ὀμπρέλλα και ὁ Κωστάκης τὴν ἐκράτησε στὸ δεξί του χέρι.

Ἦλθε καὶ ἡ Ἑλενίτσα κάτω ἀπὸ τὴν ὀμπρέλλα της καὶ τὰ δύο ἐξαδελφάκια, περπατῶντας προσεκτικὰ ὅσο ἠμποροῦσαν στὰ στεγνὰ μέρη τοῦ δρόμου, ἐπήγαιναν γιὰ τὸ σχολεῖο.

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Γ Δημοτικοῦ σχολείου 1955

Πᾶνε, πέρασαν πιὰ τὰ ὀπωρικά. Ἀπὸ πολὺν καιρὸ τελείωσε κι ὁ τρύγος, καὶ τὰ νέα κρασιὰ βράζουν μὲς στὰ βαρέλια. Οἱ κληματόβεργες στ’ ἀμπέλια ἀπομένουν γυμνές. Καὶ γύρω ἀπὸ τ’ ἀμπέλια οἱ συκιὲς ἁπλώνουν τὰ σταχτερὰ κλαδιά τους, σὰ μαρμαρωμένα ξερόκλαδα.

Τὰ σχολεῖα ἄνοιξαν καὶ τὰ παιδιὰ μὲ γέλια καὶ χαρὲς παίζουν στὸ προαύλιο. Τὰ πρωτοβρόχια καθάρισαν τὴ γῆ ἀπὸ τὰ ξερόχορτα τοῦ καλοκαιριοῦ. Τὰ ξεροπόταμα παράσυραν τὰ ξερὰ κλαδιά, πότισαν τοὺς διψασμένους ἀγροὺς κι ἀκολούθησε τὸ μικρὸ καλοκαιράκι. Πάλι λάμπει ὁ ἥλιος μὲ τὶς ζεστές του ἀκτίνες, τὰ χορταράκια ὁλοπράσινα στολίζουν τὶς ἄκρες τῶν ἀγρῶν καὶ τὰ χρυσάνθεμα, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τ’ ἄνθη, στολίζουν τὸ μήνα Ὀκτώβριο, τὸν Ἁϊδημητρίτη, ὅπως λέει ὁ λαός.

Μόλις χαράζει στὴν ἀνατολὴ τὸ φῶς τῆς αὐγῆς κι ὁ παπα-Κωσταντὴς σήμανε τοὺς Τρεῖς ῾Ιεράρχες. Κι ὁ παπα Οἰκονόμος τῆς Παναγίας τὸν ἀκολούθησε ἀμέσως, σὰ νὰ τὸν περίμενε ἀπὸ ὣρα κρεμασμένος ἀπὸ τὴν καμπάνα.