Αγιασμός κτημάτων

παπα-Χαράλαμπος μὲ τὰ ἀσημένια μαλλιὰ καὶ γένεια καὶ τὸ σεβάσμιον πρόσωπον εἶχε τελέσει εὐλαβῶς τὴν λειτουργίαν τῶν Φώτων. Εἶχεν ἁγιάσει μὲ τὸν  Σταυρὸν τὸ ὕδωρ καὶ μὲ αὐτὸ το ποίμνιόν του.

Ἡ λειτουργία εἶχε πλέον τελειώσει, ἀλλὰ τὸ ἔργον τοῦ ἀγαθοῦ ἱερέως δὲν εἶχεν  ἀκόμη λήξει. ῎Επρεπε νὰ φέρῃ εἰς τέλος καὶ μίαν ἄλλην ἱερὰν συνήθειαν τοῦ τόπου: Νὰ ἁγιάσῃ τὰ νερὰ καὶ τὰ κτήματα.

Μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ τὸ βιβλίον τῶν εὐχῶν εἰς τὰς χεῖρας ἐξεκίνησε διὰ τὸν  μικρὸν ποταμὸν τοῦ χωρίου· ἐκύλιε τὰ ἣσυχα νερά του ὄχι καὶ πολὺ μακρὰν ἀπὸ  τὴν ἐκκλησίαν. Τὸν ἠκολούθησαν ὅλοι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι. Ἄν κανεὶς καθυστερημένος δι’ οἱονδήποτε λόγον εὑρίσκετο εἰς τὸν δρόμον, ἠκολούθει κι  ἐκεῖνος σταυροκοπούμενος.

Ὁ ἥλιος εἶχεν ἀνυψωθῆ ἀρκετὰ εἰς τὸν οὐρανὸν κι εἶχε διαλύσει τὴν πρωϊνὴν  ὁμίχλην. ῾Η ἡμέρα, ἂν καὶ ἦτο ἡ καρδία τοῦ χειμῶνος, ἦτο γλυκυτάτη ὡς ἡμέρα  ἀνοίξεως.

Μιὰν ἡμέρα ὁ θεῖος Γιάννης εἶπε στὰ δυό του τ’ ἀνίψια, τὸ Γιάγκο καὶ τὸ  Γιωργάκη:

- Μεθαύριο τὴν πρωτοχρονιὰ θαρθῆτε νὰ φᾶτε μαζί μου. Θὰ σᾶς ἔχω μιὰ  βασιλόπιτα, ποὺ δούλεψαν χίλιοι ἄνθρωποι, γιὰ νὰ γίνη.

Τὰ παιδιὰ ἀπόμειναν μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτὸ.

- Χίλιοι ἄνθρωποι! Τί λέτε, θεῖε Γιάννη, εἶπαν κι οἱ δυὸ μαζί. Μὰ τότε αὐτὴ ἡ πίτα  θὰ εἶναι πιὸ μεγάλη κι ἀπ’ τὸ σπίτι μας!

- Δὲν ξέρω, τοὺς εἶπε ὁ θεῖος. Μεθαύριο θὰ την ἰδῆτε.

Τὰ παιδιὰ δὲν μποροῦσαν νὰ μείνουν ἥσυχα ἀπὸ τὴν περιέργεια. Ὅλη ἐκείνη  τὴν ἡμέρα καὶ τὴν ἄλλη δὲ μιλοῦσαν παρὰ γι’ αὐτὴ τὴν περίφημη πίτα, ποὺ θάβλεπαν. Δὲ μποροῦσε νὰ τὸ χωρέση ὁ νοῦς τους αὐτὸ τὸ πράγμα.

Θάλασσα-καράβι

—Ὅση γαλήνη καὶ ἂν κάνῃ, ὅση καλοκαιρία καὶ ἂν ὑπάρχῃ,ὑπάρχῃ, πάντα στὶς δώδεκα τὰ μεσάνυκτα κάθε παραμονῆς Χριστουγέννων θὰ ἰδῆτε ἐδῶ τὴ θάλασσα νὰ φουσκώνῃ, νὰ ἀφρίζῃ χωρὶς βοὴ καὶ ἀντάρα καὶ νὰ γεμίζῃ ἄσπρα κύματα, λέτε καὶ εἶναι κοπάδια πρόβατα, ποὺ βόσκουν σὲ λιβάδι. Καὶ πάλι σιγὰ - σιγὰ τὰ κύματα σβήνουν καὶ χάνονται στὰ βάθη τοῦ πελάγου...

Ἔτσι μᾶς ἔλεγεν ὁ μπάρμπα Ἠλίας ὁ Σερεμέτης, στρίβοντας μὲ τὰ ροζιάρικα, χονδροπετσιασμένα χέρια του σιγάρο. Καὶ ἐξακολούθησε:

 

Ποίημα αφιερωμένο για τα Χριστούγεννα

 

 

Αγγελοι

 

 

 

Εἶδα χτὲς βράδυ στ’ ὄνειρό μου
τὸ γεννημένο μας Χριστό.
Τὰ βόδια ἐπάνω του φυσοῦσαν
ὅλο τὸ χνῶτο τους ζεστό.


Τὸ μέτωπό του ἦταν σὰν ἥλιος
καὶ μέσα ἡ φάτνη ἡ φτωχικὴ
ἄστραφτε πιὸ καλὰ ἀπὸ μέρα
μὲ κάποια λάμψη μαγική.


Βοσκοὶ πολλοὶ καὶ βοσκοποῦλες
τὸν προσκυνοῦσαν ταπεινά.
Ξανθόμαλλοι ἄγγελοι στεκόνταν
κι ἔψαλλαν γύρω του: ᾽Ωσαννά!


Στὰ πόδια του ἔσκυβαν οἱ μάγοι
κι ἔμοιαζε τ’ ἄστρο ἀπὸ ψηλά,
πὼς θὰ καθίση σὰν κορώνα
στῆς Παναγίτσας τὰ μαλλιά!

 

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1948