Θρησκευτική Ζωή
Χριστὸς Ἀνέστη! Νέοι, γέροι καὶ κόρες,
ὄλοι, μικροί, μεγάλοι, ἑτοιμαστῆτε,
μέσα στὶς ἐκκλησίες τὶς. δαφνοφόρες
μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχτῆτε.
Ἀνοίξετε ἀγκαλιὲς εἰρηνοφόρες
ἐμπροστὰ στοὺς Ἁγίους καὶ φιληθῆτε,
φιληθῆτε γλυκὰ χείλη μὲ χείλη,
πέστε: Χριστὸς ἀνέστη! ἐχθροὶ καὶ φίλοι.
Λάμπει τ’ ἀσήμι, λάμπει, το χρυσάφι,
ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ χύνουνε οἱ λαμπάδες,
κάθε πρόσωπο λάμπει ἀπ’ τ’ ἁγιοκέρι,
ὁποῦ κρατοῦνε οἱ χριστιανοὶ στὸ χέρι.
«Απαντα» Διονύσιος Σολωμὸς
Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955
Χριστὸς ἀνέστη! Ἀνοίγουν
καὶ ὑμνολογοῦν τὰ χείλη.
᾽Εχθροὶ καὶ φίλοι σμίγουν
καὶ γίνοντ’ ὅλοι φίλοι,
Χριστὸς στὸ θρόνο ἀνέβη
κι ἀγάπη βασιλεύει!
Ὁ Θάνατος ἐχάθη,
ὁ ᾋδης ἐνικήθη,
ἀφάνισε τὰ πάθη
κι ἐνδόξως ἀνεστήθη
ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου,
ὁ Πλάστης καὶ Θεός μου.
῾Ημέρα δοξασμένη,
χαρμόσυνη, μεγάλη!
῾Η φύσις ἀνθισμένη
«Χριστὸς ἀνέστη!» ψάλλει.
Κώδων χαρᾶς σημαίνει...
Χαρῆτε, λυπημένοι!
Τὸ μέγα Πάσχα σπέρνει
παντοῦ χαρὲς κι ἐλπίδες,
κόκκιν’ αὐγὰ μᾶς φέρνει
κι ὁλόχρυσες λαμπάδες
καὶ ὕμνους καὶ τραγούδια.
Ἀριστομένης Προβελέγγιος
Πηγή : Αναγνωστικό Ε' Δημοτικού 1957
Ποτὲ δὲν θὰ τὸ λησμονήσω! Καὶ μόνον ἡ ἀνάμνησίς του μὲ γοητεύει καὶ τώρα ἀκόμη. Τί εὔμορφον Πάσχα! Νομίζω ὅτι ἔκτοτε δὲν εἶδα πλέον τοιοῦτο φαιδρόν, τοιοῦτο μελῳδικὸν καὶ εὐῶδες Πάσχα. Ὅλοι ἐγέλοῦσαν ὡς μικρὰ ἀθῷα παιδία, ὅλα ἐμοσχοβολοῦσαν εἰς τὴν μικρὰν ἐκείνην νῆσον, ὅλα ἦσαν λαμπροφορεμένα. Τὰ περισσότερα παιδία εἶχον φορέσει καινουργῆ ὑποδήματα κι ἔκαμνον κρότον καὶ κρότον ἐπάνω εἰς τὰς πλάκας τῆς ἐκκλησίας.
Τί εὔμορφον Πάσχα! Τὴν ψαλμῳδίαν του, μοῦ φαίνεται, δὲν τὴν ἤκουσα πλέον. ῎Ισως συνετέλεσε καὶ ἡ ἔκτακτος δροσερὰ ἄνοιξις τοῦ ἔτους ἐκείνου τοῦ ἀλησμονήτου. Τὰ ἀηδόνια εἶχον ἔλθει τόσον ἐγγὺς εἰς τὴν κωμόπολιν, ὥστε μερικὰ ἀφόβως εἰσέδυσαν καὶ εἰς τὸ πυκνὸν τοῦ ναΐσκου κηπάριον καὶ συνώδευον καὶ ἐκεῖνα μὲ τὴν μαγευτικὴν μελῳδίαν των τὸ γλυκύτατον «Χριστὸς ἀνέστη».
Τι φῶς καὶ χρῶμα κι ἐμορφιὰ νὰ σκόρπιζε τ’ ἀστέρι,
ὁποὺ στὴν κούνια τοῦ Χριστοῦ, τοὺς μάγους ἔχει φἑρει!...
Νἄμουν τοῦ σταύλου ἕν’ ἄχυρο, ἕνα φτωχὸ κομμάτι,
τὴν ὥρα π’ ἄνοιξ’ ὁ Χριστὸς στὸν ἥλιο του τὸ μάτι!
Νὰ ἰδῶ τὴν πρώτη του ματιὰ καὶ τὸ χαμόγελό του,
τὸ στέμμα τῶν ἀκτίνων του γύρω στὸ μέτωπό του.
Νὰ λάμψω ἀπὸ τὴ λάμψη του κι ἐγὼ σὰ διαμαντάκι,
νὰ μοσχοβοληθῶ κι ἐγὼ ἀπὸ τὴν εὐωδία,
ποὺ ἄναψε στὰ πόδια του τῶν μάγων ἡ λατρεία...
Ἄχ, ἄχ, χριστουγεννιάτικο τῆς φαμελιᾶς τραπέζι,
ποὺ ταίρι ταίρι ἡ ὄρεξη μὲ τὴν ἀγάπη παίζει!
Τὰ ποτηράκια ἠχοῦν γλυκά, λαμποκοποῦν τὰ πιάτα,
γύρω φαιδρὰ γεράματα καὶ προκομένα νιάτα!
Γάλλος στὴ μέση ὁλόζεστος μοσχοβολᾶ, ροδίζει,
μοιράζει ἡ μάνα γνωστικὰ καὶ τὴ χαρὰ σκορπίζει...
Καὶ νά, ἀρχίζει ἀκούραστη ὁ πάππος ὁμιλία,
τῶν Χριστουγέννων μιὰ γνωστὴ πανάρχαια ἱστορία...
Νἄμουν τοῦ σταύλου ἕν’ ἄχυρο, ἕνα φτωχὸ κομμάτι,
τὴν ῶρα π’ ἄνοιξ’ ὁ Χριστὸς στὸν ἥλιο του τὸ μάτι!
Κωστῆς Παλαμᾶς
Πηγή : Αναγνωστικό ΣΤ' Δημοτικού 1952
Προφυλακὲς Ὀλύτσικα Ἠπείρου, 24 Δεκεμβρίου 1912.
Ὅλοι ὑπερήφανοι. Ξαστεριά· κλαράκι δὲν κουνιέται.Τὸ φεγγάρι φωτίζει καθαρά, κατακάθαρα τὰ βουνὰ τῆς Μανωλιάσας καὶ τοῦ Ὀλύτσικα, ποὺ τέτοια ὥρα μᾶς φαίνονται διπλὰ στὸν ὄγκο καὶ στὸ ὕψος. Μπορεῖ κανεὶς νὰ διακρίνη τὶς προφυλακές μας ἐπάνω σ’ αὐτά, σωροὺς ἀπὸ φαντάρους ριγμένους τὸν ἕνα ἐπάνω στὸν ἄλλο, νὰ ξεκουράζωνται στὴν ἀστροφεγγιά, ποὺ εἰναι γι’ αὐτοὺς πολύτιμη· γιατὶ δὲν ἀφήνει τοὺς Ἀρβανίτες νὰ μεταχειριστοῦν ἕναν ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς τρόπους ποὺ ξέρουν, τὸν αἰφνιδιασμό, γιὰ νὰ φτάσουν στὴ γραμμὴ καὶ νὰ τοὺς ἐπιτεθοῦν. Θ’ ἀναπαυτοῦν ἀπόψε.
Ποῦ καὶ ποῦ κανένας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες μας πετιέται ξαφνικὰ καὶ δός του ἐπάνω κάτω νὰ ζεστάνη λίγο τὸ παγωμένο του κορμί.
Τὸ δυνατὸ κρύο μᾶς περονιάζει τὰ κόκκαλα καὶ κάνει τὴ μέση μας καὶ τὶς πλάτες νὰ πονοῦν.
―Μιὰ βραδυὰ εἶναι καὶ αὐτὴ καὶ θὰ περάση, βρὲ παιδιά· ὅλοι ὑποφέρουν σήμερα γιὰ τὴν πατρίδα· ὅλα θὰ περάσουν, εἶπα. Οὔτε κουβέντα πιά... Γύριζα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ βγάλω ἀπὸ τὸ μυαλό μου, ὅτι ἡ βραδυὰ ἐκείνη ἡταν Χριστουγεννιάτικη. Ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες μου κανένας δὲν τὸ εἶχε σκεφτῆ. Ἤμουν νευρικὸς καὶ προσπαθοῦσα νὰ συνηθίσω τὸν ἐαυτό μου στὴ συγκίνηση ποὺ θὰ δοκίμαζα μὲ τὴ χαρὰ τῶν στρατιωτῶν μου γιὰ κάτι ἔκτακτο ποὺ τοὺς προετοίμαζα.