Θρησκευτική Ζωή
Ντάγκ, ντάγκ, ντάγκ. Ντάγκ, ντάγκ, ντάγκ! ἀκούστηκε τὰ μεσάνυχτα ἡ καμπάνα τῆς Λαμπρῆς.
᾽Εγώ, ζωγραφίζοντας μὲ τὸ χερὶ μιὰ πέρδικα σ’ ἕνα κόκκινο αὐγό, δὲν εἶχα ἀποκοιμηθῆ. Τ’ ἄλλα ἀδέρφια μου κοιμόνταν ἥσυχα σὰ στὸν καλὸ καιρό. ῾Η μητέρα μου χώριζε τὰ φρεσκοπλυμένα ἀσπρόρουχα τοῦ καθενός. ῾Η γιαγιά μου παιδευόταν μὲ τὴν ψυχοκόρη μας στὸ μαγειρειὸ ἑτοιμάζοντας τὴ μαγειρίτσα μὲ τὰ σηκοτάκια καὶ τ’ ἄλλα λιανώματα τοῦ ἀρνιοῦ μὲ κρεμμυδάκια καὶ ἄνηθο. Τότε ἀκούστηκε ἀπὸ τὸ διπλανὸ δωμάτιο ἡ φωνὴ τοῦ πατέρα μου:
-Σηκωθῆτε κι ἑτοιμαστῆτε γρήγορα, νὰ μὴν κάθεται ὁ κόσμος καὶ μᾶς περιμένη.
Μεγάλο Σάββατο. Ὁ Κωστάκης καὶ ἡ Ἑλενίτσα, καθαροὶ καὶ ἀλλαγμένοι, ἔπεσαν ἐνωρὶς νὰ κοιμηθοῦν, γιὰ νὰ σηκωθοῦν τὰ μεσάνυκτα νὰ πᾶνε στὴν Ἀνάστασι. Τὰ μεσάνυκτα ἀκούσθηκαν οἱ καμπάνες.
Τὰ παιδιὰ πετάχθηκαν ἀμέσως καὶ ἑτοιμάσθηκαν. Ἐπῆραν τὶς ἄσπρες λαμπάδες των, τὶς στολισμένες μὲ χρυσὲς κι ἀσημένιες κορδελλίτσες, καὶ μὲ τὸν παπποῦ, τὴ γιαγιὰ καὶ τοὺς γονεῖς των ἐπῆγαν στὴν ἐκκλησία. Οἱ μητέρες των εἶχαν ἕτοιμη τὴ μαγειρίτσα, τὰ κόκκινα αὐγὰ καὶ στολισμένο τὸ τραπέζι. Ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἔχουν φτειάξει μιὰ ξύλινη μικρὴ ἐξέδρα στολισμένη μὲ μυρτιὲς καὶ δάφνες γῦρο - γῦρο. Ἡ νύκτα ἦτο πολὺ γλυκειὰ καὶ ζεστή. Ὅλοι ἐστάθηκαν ἔξω, κοντὰ στὴν ἐξέδρα.
Μεγάλο Σάββατο. ―Πρεσβυτέρα, θὰ πεταχτῶ ἕως τὸ Πατριαρχεῖο, νὰ δῶ, ἂν θὰ κάνωμε τὸ βράδυ Ἀνάσταση. Εἶναι τὸ πρῶτο Μεγάλο Σάββατο μετὰ τὴν Ἅλωση καὶ δὲν ξέρομε ἀκόμη, ἂν θὰ ἑορτάσωμε καὶ ποῦ θὰ ἑορτάσωμε. Γι’ αὐτό, ἂν ἀργήσω, μὴν ἀνησυχῆς, εἶπε στὴν παπαδιά του φεύγοντας τὸ πρωὶ ὁ πάτερ Θεόδωρος, παλιὸς παπὰς τῆς Ἁγια - Σοφιᾶς.
ΔΕΝ ἦταν τόσο γιὰ τὸ Πάσχα, ποὺ μαζεύτηκε ἐκείνη τὴ χρονιὰ τόσος κόσμος στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅσο γιὰ τὴ δίκη τοῦ ᾽Ιησοῦ. Ἄλλοι τὸν ἔλεγαν κακοῦργο κι ἀπατεώνα κι ἄλλοι τὸν προσφωνοῦσαν Μεσία, Διδάσκαλο, Προφήτη. Οἱ τελευταῖοι ἦταν ἰδίως ψαράδες τῆς Γαλιλαίας, ποὺ εἶχαν ᾶκούσει τὶς θεῖες ὁμιλίες του στὴ λίμνη Γεννησαρέτ.
Καὶ γι’ αὐτὸ τὴ νύχτα τῆς δίκης ἦταν πολλοί, πάρα πολλοί, μαζεμένοι στὸ πραιτώριο, ποὺ δίκαζαν οἱ Ἀρχιερεῖς. Κάθισαν ὅλη τὴ νύχτα μὲ τὸ κρύο ἔξω, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴ δίκη καὶ μάθουν τὸ ἀποτέλεσμα.
Τὸ πρωὶ διαδόθηκε σ’ ὅλη τὴν πόλη, πὼς ὁ Ἰησοῦς καταδικάστηκε νὰ σταυρωθῆ μὲ δύο ληστὲς στὸ λόφο τοῦ Γολγοθᾶ. Κι ὅλος ὁ κόσμος μαζευότανε στὸ δρόμο καὶ στὸ λόφο, γιὰ νὰ δοῦν τὴ θλιβερὴ συνοδεία.
Κόντευε μεσημέρι, ὅταν ἔλαμψαν στὸν ἥλιο τὰ ὅπλα τῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν, ποὺ συνώδευαν τοὺς καταδίκους, φορτωμένους τοὺς σταυρούς των.
Ὅλοι τότε ἔτρεχαν στὸ δρόμο, σπρώχνοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ τοὺς δοῦν. Ἰδίως ἤθελαν νὰ ἰδοῦν τὸ Γαλιλαῖο, ποὺ τόσος θόρυβος ἔγινε γι’ αὐτόν. Γυναῖκες κρατοῦσαν στὴν ἀγκαλιά τους τὰ μικρὰ παιδιά τους καὶ τοὺς ἔδειχναν μὲ τὸ δάχτυλο τὸν Ἰησοῦ.
Κι ἐκεῖνος βάδιζε σκυφτὸς ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ σταυροῦ κι ὁ ἱδρώτας ἀπ’ τὸ μέτωπό του ἔβρεχε τὸ σκονισμένο δρόμο. Λένε, πὼς τὴν ἄλλη μέρα ὁ δρόμος τοῦ Γολγοθᾶ ἦταν γεμάτος ἀπὸ ἀνθισμένους κατάλευκους κπίνους, ποὺ γέμιζαν ἀπὸ εὐωδιὰ τὸν ἀέρα.
Βαθιὰ θλιμμένοι, βάδιζαν κοντά του μερικοὶ Γαλιλαῖοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν παντοῦ. Τὸν εἶχαν ἀκούσει πολλὲς φορὲς στὴν ὡραία πατρίδα τους νὰ διδάσκη μὲ τὴ μελωδικὴ φωνή του στὶς ἐξοχές, στὴν ἀκρογιαλιά, στὶς καταστόλιστες ἀπὸ παπαροῦνες πεδιάδες, κάτω ἀπ᾽ τὶς ἀνθισμένες πορτοκαλιές. Καὶ τώρα τὸν ἔβλεπαν νὰ σηκώνη τὸ σταυρό του καὶ δάκρυα θερμὰ γέμιζαν τὰ μάτια τους.
Στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου στεκόταν μιὰ Γαλιλαία κρατώντας ἀπ’ τὸ χέρι ἕνα παιδάκι ἕξη χρονῶν. Αὐτό, σὰν εἶδε τοὺς στρατιῶτες μὲ τ’ ἀστραφτερὰ ὅπλα τους, φοβήθηκε καὶ ζάρωσε κοντὰ στὴ μητέρα του. Ἐκείνη τοῦ ἔδινε θάρρος, τοῦ γύριζε τὸ κεφάλι πρὸς τὸ μέρος τῆς συνοδείας καὶ τοῦ ἔδειχνε τὸν Ἰησοῦ. Μόλις τὸν ἀντίκρυσε τὸ παιδάκι, ἔτρεξε χαρούμενο, πέρασε ἀπ’ τὴ γραμμὴ τῶν στρατιωτῶν, πλησίασε τὸν Ἰησοῦ, ἀγκάλιασε τὰ γόνατά του καὶ τὸν ἔβλεπε κατάματα μ’ ἕνα χαμόγελο στὰ χείλη. Ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά, ποὺ εἶχε εὐλογήσει ὁ Χριστὸς λίγες ἡμέρες πρωτύτερα.
Σὰν εἶδε ὁ Ἰησοῦς, πὼς ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο ἕνα παιδάκι μοναχὰ τόλμησε νὰ τοῦ δείξη συμπάθεια, ἄφησε τὸ βαρὺ σταυρὸ στὴ γῆ κι ἔσκυψε καὶ φίλησε τὸ παιδὶ στὸ μέτωπο. Τἄχασαν οἱ στρατιῶτες καὶ σταμάτησαν. Κι ὁ κόσμος, μὴ γνωρίζοντας γιὰ ποιὸ λόγο σταμάτησαν, φοβήθηκε κι ἦταν ἕτοιμος νὰ φύγη.
―Ἐμπρός! φώναξε ὁ ἀξιωματικός, δὲν ἔχομε καιρὸ νὰ χάνωμε. Εἶσθε τρεῖς, ποὺ θὰ σταυρωθῆτε, κι ἡ ὥρα περνᾶ.
Τὸ παιδὶ δόθηκε πάλι στὴ μητέρα του, ὁ Ἰησοῦς σήκωσε πἀλι τὸ σταυρό του, κι ὕστερα ἡ συνοδεία ἐξακολούθησε τὸ δρόμο της γιὰ τὴν κορυφὴ τοῦ Γολγοθᾶ.
Π. Παναγόπουλος
Πηγή : Αναγνωστικό ΣΤ' Δημοτικού 1952