Εισήγηση του π. Βασιλείου Βολουδάκη στο Αμφιθέατρο του

Πολεμικού Μουσείου και συζήτηση με θέμα:

ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ

 

Μέσα σε πρωτοφανή, για τα Αθηναϊκά χρονικά, χιονοθύελλα, πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Κυριακής 17 Φεβρουαρίου 2008, στο Πολεμικό Μουσείο, το προγραμματισμένο από καιρό Πνευματικό Συμπόσιο της Ενορίας μας, με θέμα: «Τα πολιτικά όρια της Εκκλησίας. Η Ελλάδα του Καποδίστρια και η Ελλάδα σήμερα».

Η Εκδήλωση συνδυάσθηκε με την επέτειο συμπληρώσεως 180 ετών από της αναλήψεως της εξουσίας από τον Ιωάννη Καποδίστρια, ως πρώτου Κυβερνήτου της Ελλάδος και περιελάμβανε εισήγηση του π. Βασιλείου Βολουδάκη με το ανωτέρω θέμα και συζήτηση.

Παρά τις απαγορευτικές καιρικές συνθήκες, προσήλθε στο Πολεμικό Μουσείο ένα μεγάλο πλήθος ηρωϊκών ανθρώπων, κληρικών και λαϊκών, σαφώς μεν πιο ολιγάριθμο από το προβλεπόμενο υπό ευνοϊκές συνθήκες, αλλά και πάλι πολύ.

Από τους κληρικούς μας ετίμησαν με την παρουσία τους ο Προϊστάμενος της Αδελφότητος Θεολόγων «Ο Σωτήρ», πανοσιολογιώτατος Αρχιμ. Αστέριος Χατζηνικολάου, ο πρώην Προϊστάμενος της Αδελφότητος, πανοσιολογιώτατος Αρχιμ. Θεόδωρος Μπεράτης, ο Πνευματικός Προϊστάμενος της Πανελληνίου Ορθοδόξου Ενώσεως (Π.Ο.Ε.), πανοσιολογιώτατος Αρχιμ. Μάρκος Μανώλης, ο αιδεσιμολογιώτατος Πρωτ. Ιωάννης Διώτης, ο αιδεσιμολογιώτατος Πρωτ. Παύλος Παυλίδης, οι εφημέριοι του Ναού μας και άλλοι.

Η εισήγηση έγινε από στήθους, χρησιμοποιήθηκαν, όμως, και κείμενα σχετικά με την κατοχύρωση του θέματος, τα οποία αναγνώσθηκαν και σχολιάσθηκαν από τον ομιλητή.

Δύο ήσαν οι κύριοι άξονες της Εισηγήσεως: Ο πρώτος, ότι η Εκκλησία δεν είναι περιεχόμενο αλλά περιέχει έναν Ορθόδοξο λαό και ο δεύτερος, το πως εβίωσε ο λαός μας αυτήν την αλήθεια με την διακυβέρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια.

Με βάση τους δύο αυτούς άξονες και τα όσα ανεπτύχθησαν με πολλά ιστορικά και λογικά επιχειρήματα, κατεδείχθη πόσο σαθρά αλλά και ύποπτα είναι τα επιχειρήματα εκείνων που θέλουν να περιορίσουν την Εκκλησία στους τοίχους των Ναών, χωρίς άλλη συμμετοχή της στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.

Σαθρά είναι τα επιχειρήματά τους, γιατί η ιστορία βοά πως από συστάσεώς του το έθνος μας ήταν βαθύτατα θρησκευόμενο και με ένταση ψυχής επιζητούσε τον αληθινό Θεό· γι’ αυτό είχε αφιερώσει και βωμό «τω αγνώστω Θεώ»· και, όταν ο Θεός του απεκαλύφθη, συνύφανε με Αυτόν τη ζωή του. Είναι, επίσης, τα επιχειρήματά τους ύποπτα, γιατί γνωρίζουν την μεγάλη επιρροή της Εκκλησίας στις ψυχές του λαού και προσπαθούν σκόπιμα να διαστρέψουν τον ρόλο της, φιμώνοντάς την, ώστε ανενόχλητοι να αποχριστιανίζουν τον λαό μας μέρα με την ημέρα όλο και περισσότερο.

Επισημάνθηκε ότι «πολλοί κληρικοί έχουν πέσει στην παγίδα πολιτικών και δημοσιογράφων και παρασυρμένοι συμφωνούν ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να έχη πολιτικό λόγο. Αγνοούν, όμως, ότι ο λόγος της Εκκλησίας αναφέρεται στον τρόπο ζωής των ανθρώπων και, συνεπώς, ο λόγος των κληρικών δεν είναι ούτε πολιτικός, ούτε καν εθνικός, αλλά καθαρά πνευματικός. Η Εκκλησία έχει έργο της να διδάσκη, δεν πολιτικολογεί. Η Εκκλησία ελέγχει, δεν αντιπολιτεύεται. Σκόπιμα μεταφράζουν τη διδασκαλία της Εκκλησίας σε πολιτικολογία και τον έλεγχο, που ασκεί η Εκκλησία, σε αντιπολιτευτικό λόγο».

Ακόμη και τα εθνικά θέματα η Εκκλησία τα αντιμετωπίζει με πνευματικό τρόπο και όχι όπως οι πολιτικοί, οι οποίοι τις περισσότερες φορές δεν ενδιαφέρονται για το δίκαιο και για το εάν και κατά πόσον η όποια λύση δίδουν βοηθάει τον λαό μας στην πνευματική ζωή, αλλά πρωτίστως ενδιαφέρονται για το πως δεν θα κακοκαρδίσουν τους ισχυρούς της γης.

 

Η Εκκλησία δεν είναι περιεχόμενο του Κράτους

«Η Εκκλησία μας είναι το όλον, δεν ανήκει στα περιεχόμενα του Κράτους, αλλά είναι το περιέχον και συνέχον το Κράτος.

Ο Χριστός μας είπε ότι του “εδόθη πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης”. Πολλοί, όμως, συγχέουν κάποια άλλα λόγια του Χριστού, “η βασιλεία η εμή ουκ έστι εκ του κόσμου τούτου”, αλλά δεν γνωρίζουν την αληθινή ερμηνεία των λόγων του Χριστού. Ο Χριστός είπε ότι η εξουσία Του δεν είναι από αυτόν τον κόσμο, αλλά δεν είπε ότι δεν ασκείται και σε αυτόν τον κόσμο. Η εξουσία του Χριστού ασκείται παντού και πάντοτε από τους πιστούς και ιδιαιτέρως από τους ορθοδόξους πιστούς».

Σχολιάσθηκε ο παραλογισμός πολιτικών και δημοσιογράφων, οι οποίοι αρνούνται στην Εκκλησία να έχη λόγο παρεμβατικό, γιατί τάχα οι κληρικοί δεν ...ψηφίζονται(!), και αντετάχθη ότι ούτε οι δημοσιογράφοι ψηφίζονται και όμως κανείς δεν τους απαγορεύει τον αντιπολιτευτικό λόγο. Αντιθέτως, και λόγο κυριαρχικό έχουν, που ανακαλεί στην τάξη και ελέγχει αυτούς που ψηφίσθηκαν από τον λαό, και τις ειδήσεις παρουσιάζουν και Mρμηνεύουν με τον τρόπο που αυτοί θέλουν να τις αντιληφθή ο λαός, διαμορφώνοντας αυτοί, τελικά, την κοινή γνώμη.

Ελέχθη ότι οι αιτιάσεις της Πολιτείας εις βάρος της Εκκλησίας χρονολογούνται εδώ και πολλούς αιώνες, παρά ταύτα, οι γνήσιοι ποιμένες της ποτέ δεν πτοούνται, αλλά πάντοτε ανακαλούν την Πολιτεία στην τάξη, όπως ο δάσκαλος τον μαθητή. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα το παράδειγμα του Πατριάρχου Ησαΐα, ο οποίος ήλεγξε τον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο τον Πρεσβύτερο, τον Παλαιολόγο, γιατί ήθελε να παραμερίση τον εγγονό του Ανδρόνικο Γ΄ τον Νεώτερο και να προωθήση άλλον στη διαδοχή του θρόνου.

«Παρ’ ότι το θέμα δεν φαινόταν εκ πρώτης όψεως πνευματικό και θα μπορούσε κάποιος βλέποντας τα πράγματα επιφανειακά να θεωρήση την παρέμβαση του Πατριάρχη καθαρά πολιτική ανάμειξη, το δίκαιο ήταν με το μέρος του Πατριάρχη. Ο πατριάρχης Ησαΐας ήξερε ότι αυτός ο νεώτερος ήταν ατίθασος και ότι, αν τον παραμέριζε ο αυτοκράτορας από την διαδοχή, θα αιματοκυλούσε την αυτοκρατορία, γι’ αυτό επίεσε τον Ανδρόνικο να μην τον διώξη από κοντά του αλλά να θελήση με αγάπη να του συμπαρασταθή, για να περισωθή ότι ήταν δυνατόν. Τότε ο Ανδρόνικος, χωρίς να μπορή να ιδή μακρύτερα, του λέγει: “Των εκκλησιαστικών έχεσθαι φροντίδων, των κοινών δε και των βασιλικών απέχεσθαι πραγμάτων”, να περιορισθής, δηλαδή, στα εκκλησιαστικά σου καθήκοντα και άσε τα κοινά πράγματα στον βασιλέα να τα επιμεληθή. Και ο πατριάρχης Ησαΐας του απαντά:
“Εγώ δε και πάνυ θαυμάζω μεμνημένος ως εκέλευσας εμέ μεν τα της Εκκλησίας πράττειν και περί αυτά ασχολείσθαι μόνα, σε δε εάν, όπως αν δοκή τα της βασιλείας διοικείν. Παραπλήσιον γαρ εστιν, ώσπερ αν προς την ψυχήν είποι το σώμα· ου δέομαι της κοινωνίας και της συναφείας της σης, ουδέ συνεργόν προς τα πραττόμενα βούλομαι έχειν, αλλ’ εγώ μεν ως οίόν τε και βούλομαι διοικήσω ταμά, σε δε φρόντιζε περί των ιδίων”. Δηλαδή,
εγώ δε και πάλι θαυμάζω εσένα που με διατάζεις να περιορισθώ στα της Εκκλησίας και εσύ να ρυθμίζης τα βασιλικά πράγματα. Είναι, σαν να ειπή το σώμα προς την ψυχή· εσύ μην ανακατεύεσαι στις δουλειές μου, εγώ θα διοικήσω τα δικά μου και συ φρόντιζε για τα δικά σου. Μα η ψυχή είναι αυτή που κινεί το σώμα, η ψυχή είναι εκείνη που κατευθύνει το σώμα στην ευπρέπεια, η ψυχή είναι εκείνη που λέει στο σώμα πως και με ποιό τρόπο και τι πρέπει να πράττη. Και ψυχή στο Ορθόδοξο κράτος είναι η Εκκλησία».

Εις ενίσχυση των ανωτέρω αναφέρθηκαν και τα όσα διεκήρυξε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής αλλά και η Νομοθεσία με την Επαναγωγή του Νόμου, για να αποδειχθή ότι είναι κοινή συνείδηση σε ένα Ορθόδοξο κράτος πως η Εκκλησία δεν είναι απλώς ένας φορέας αλλά η ψυχή και το πηδάλιο της κατά Θεόν διακυβερνήσεως του λαού.

 

Η μοναδικότητα του χριστιανικού Ελληνισμού

Η αλήθεια αυτή έχει περάσει τα σύνορα της Ελλάδος και έχει νικήσει τον χρόνο, αφού και σήμερα άλλοι ορθόδοξοι λαοί γνωρίζουν καλά πως ο Ελληνισμός έχει απόλυτα ταυτισθεί με τον χριστιανισμό. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα γράφει ο διαπρεπής ορθόδοξος θεολόγος του αιώνος μας, αείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: « Η Ρωσική Θεολογία οφείλει να φοιτήση εις το αυστηρό σχολείο του Χριστιανικού Ελληνισμού. Ο Ελληνισμός έχει αποκτήσει αιώνιο χαρακτήρα μέσα στην Εκκλησία• έχει ενσωματωθεί στη σάρκα της έχει γίνει αιώνια κατηγορία της χριστιανικής υπάρξεως. Ένας μόνο τρόπος υπάρχει, διά να είναι η θεολογία μας καθολική: Να είναι Ελληνική. Μόνον εν τω Ελληνισμώ μπορεί να είναι τις αληθής, καθολικός... Ας γίνωμε περισσότερο “Έλληνες”, ώστε να γίνουμε αληθινοί χριστιανοί». Αυτά τα γνωρίζουν όλοι, εκτός από τους συγχρόνους Έλληνες πολιτικούς.

Ο Καποδίστριας, αντιθέτως, είχε πλήρη συνείδηση ότι η Εκκλησία είναι η υπόσταση του Έθνους μας και γι’ αυτό, όταν ρωτήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1827 από τον Άγγλο υφυπουργό Πολέμου και των Αποικιών Ουίλμοτ Όρτον, –«τι πρέπει να εννοήσωμεν λέγοντες Ελλάδα σήμερον;», έδωσε ιστορική απάντηση: –«Το Ελληνικόν έθνος σύγκειται εκ των ανθρώπων οίτινες από Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαυσαν ομολογούντες την ορθόδοξον πίστην, και την γλώσσαν των Πατέρων αυτών λαλούντες, και διέμειναν υπό την πνευματικήν ή κοσμικήν δικαιοδοσίαν της Εκκλησίας των, όπου ποτέ της Τουρκίας και αν κατοικώσι». Η τελευταία αυτή φράση του Καποδίστρια, «υπό την πνευματικήν ή κοσμικήν δικαιοδοσίαν της Εκκλησίας των», αρκεί για να καταδείξη ότι η Εκκλησία στην Ελλάδα ανέκαθεν ήταν ο ρυθμιστής αλλά και το ύψιστο κριτήριο της πνευματικής και της πρακτικής ζωής.

 

Οι αρχαίοι πρόγονοί μας δεν έπεσαν θύματα χριστιανικού εκβιασμού

Στην εισήγηση του π. Βασιλείου τονίσθηκε, επίσης, ότι, προκειμένου να συκοφαντηθή η Εκκλησία, επιστρατεύονται ψεύδη, όπως ότι οι αρχαίοι πρόγονοι μας αναγκάσθηκαν να δεχθούν τον χριστιανισμό με βίαιο τρόπο και όχι με την συγκατάθεσή τους. Αυτό, όμως, που ισχυρίζονται δεν είναι μόνο ψέμα, αλλά και ύβρις κατά των προγόνων μας. Οι Έλληνες δεν υπέκυψαν στην Οθωμανική βία και δεν εξισλαμίσθηκαν, παρά την τεσσάρων αιώνων δουλεία, πόσο μάλλον ήταν αδύνατον να καταναγκασθούν οι αρχαίοι πρόγονοί μας για να δεχθούν τον χριστιανισμό. Υβρίζουν τους προγόνους μας, επίσης, όσοι δεν συμφωνούν με τη σοφή επιλογή εκείνων, που αντάλλαξαν την χαροπαλαίουσα φιλοσοφία με την αιώνια ζωή.

Ελέχθη, επίσης, ότι «σκοπός αυτών που κόπτονται για το αρχαίο παρελθόν μας δεν είναι η αγάπη τους για τον αρχαίο πνεύμα. Αν αγαπούσαν τους προγόνους μας δεν θα μας απέκοπταν από την γλώσσα μας, καταργώντας την απ’ τα σχολεία μαζί με την καθαρεύουσα, δηλώνοντας, μάλιστα, με υπερηφάνεια ότι την “έθαψαν”. Με την αναφορά τους στους αρχαίους, ουσιαστικά θέλουν να φτιάξουν με τερατογένεση μια άλλη φυλή, που το κύριο χαρακτηριστικό της θα είναι το μίσος για τον Χριστό και την Αλήθεια Του».

 

Η κακοποίηση της Ελλάδος του Καποδίστρια

«Η Ελλάδα του Καποδίστρια διετράνωσε αυτό που αιώνες ζούσε ο Ελληνισμός: Ότι σκοπός υπάρξεως των πραγματικών Ελλήνων, που δεν έχουν απλώς την υπηκοότητα, αλλά έχουν και την συνείδηση και την θεοσέβεια των προγόνων τους, είναι το να γίνονται κάθε μέρα, περισσότερο άνθρωποι του Θεού, άνθρωποι αθάνατοι, αφού με πλήρη επίγνωση και γενναιότητα, απερίφραστα ομολογούσαν ότι με χαρά θυσιάζουν οτιδήποτε εφήμερο και πρόσκαιρο για την αιώνια ζωή».

Ύστερα έγινε λόγος για την Ελλάδα του σήμερα. Ελέχθη ότι σήμερα «κανένα πολιτικό Κόμμα δεν ενδιαφέρεται για τη ζωή, που πηγάζει από την Ορθοδοξία, αντιθέτως, μάλιστα, οι πολιτικοί ενοχλούνται και μάχονται την Εκκλησία όταν αυτή αντιστέκεται στη σήψη του λαού από τον εισαγόμενο “νεοεποχίτικο” τρόπο ζωής. Ωστόσο παριστάνουν τους Ορθοδόξους, γιατί με αυτόν τον τρόπο αποσπούν τις ψήφους των πιστών. Δεν τολμούν να δηλώσουν ότι δεν πιστεύουν, γιατί τότε ο λαός θα τους θέση στο περιθώριο.

Οι πολιτικοί μας θέλουν την Ορθοδοξία –και κατ’ επέκταση την Εκκλησία– σαν φολκλόρ, σαν ένα μουσειακό πλούτο, που είναι μεν σπουδαίος για τις τέχνες που καλλιέργησε και πήγασαν απ’ αυτήν, αλλά, τελικά, ως εκεί.

Στην πράξη, την διασύρουν καθημερινά κατά την άσκηση της πνευματικής Της διακονίας σαν το μεγαλύτερο εμπόδιο στα σχέδια τους, που κάθε άλλο είναι υπέρ της πνευματικής ανυψώσεως του λαού μας.

Ο λαός μας, όμως, ανέχεται ακόμη να του κακοποιούν οι άρχοντες την πίστη και σ’ αυτό ευθυνόμαστε εμείς οι κληρικοί, που δεν επιμένουμε στην διεκδίκηση της αλήθειας. Τρανό παράδειγμα η αφαίρεση του θρησκεύματος από τις ταυτότητες. Δεν επιμείναμε, όχι μόνο στην αναγραφή του θρησκεύματος, αλλά κυρίως στο γιατί κάποιοι θέλουν να κρύψουν το θρήσκευμα ή το πιστεύω τους;».

Ο εισηγητής διάβασε κατόπιν αποσπάσματα από ένα, μέχρι πρόσφατα, ανέκδοτο κείμενο, εγκύκλιο επιστολή του Καποδίστρια, «Σκέψεις περί του πως ήθελε βελτιωθή των Γραικών η Στάσις», γραμμένη στην Κέρκυρα στις 6 Απριλίου του 1819. Στο κείμενο αυτό, που είναι σχεδίασμα του μετέπειτα Κυβερνητικού του προγράμματος, κεντρική θέση έχει η Εκκλησία και το πως αυτή θα γίνη η αιτία της πνευματικής αναγενήσεως του έθνους.

 

Νά αναδειχθούν συνεχιστές του Καποδίστρια

Ο Καποδίστριας ευχόταν να αναδειχθούν άνδρες ευλαβείς για την διακυβέρνηση της Πατρίδας μας. Το ερώτημα είναι, είπε ο εισηγητής, «γιατί από την εποχή του Καποδίστρια μέχρι σήμερα δεν έχει δημιουργηθεί μια πολιτική παράταξη πού να αποτελείται αποκλειστικά από ανθρώπους πιστούς και όχι καιροσκόπους, πού εκμεταλλεύονται το θρησκευτικό συναίσθημα των ψηφοφόρων; Γιατί δεν έχει φανεί από τότε μια παρεμβολή ανθρώπων ψυχωμένων, πού να εκφράζη τα πιστεύω του Γένους μας; Βεβαίως δεν είναι αυτό τυχαίο. Οφείλεται σε μας τούς εκκλησιαστικούς, πού κραδαίνουμε συνεχώς στα μάτια των υγιών πνευματικά ανθρώπων το φόβητρο ό,τι η πολιτική είναι βρώμικη.

Η αλήθεια είναι πως, πολλοί πολιτικοί είναι βρώμικοι, όχι όμως αυτή καθ’ εαυτήν η πολιτική. Δεν είναι βρώμικη η διακονία των ανθρώπων και των βιοτικών τους πραγμάτων. Είναι έργο, πού περιγράφεται με θαυμαστό τρόπο στήν Παλαιά Διαθήκη, ιδιαιτέρως δε στο Δευτερονόμιον, αλλά και στα βιβλία των Προφητών και των Βασιλειών. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι εκκλησιαστικοί διδάσκαλοι παρομοιάζουν το έργο του ευσεβούς πολιτικού με το έργο Προφήτου.

Η πολιτική είναι εφαρμογή της Παλαιάς Διαθήκης υπό το φως της Καινής, πού με ενάργεια διδάσκεται και τελεσιουργείται από την Εκκλησία, και με αυτόν τον τρόπο ενδυναμώνει και φωταγωγεί τούς πολιτικούς.

Ωστόσο, η Εκκλησία δεν επιτρέπεται να ιδρύση πολιτική Παράταξη, ούτε επιτρέπεται να δώση ευλογία στα πνευματικά Της παιδιά να ιδρύσουν Κόμμα με ονομασία πού να περιέχη τον προσδιορισμό της Ορθοδοξίας ή του χριστιανισμού, γιατί η Εκκλησία δεν εξουσιοδοτεί κανένα μεμονωμένο άτομο ή ομάδα, έστω και αποδεδειγμένα πιστών ανθρώπων, να την εκπροσωπή. Η Εκκλησία δεν εκπροσωπείται από κανέναν. Ούτε από τον οιονδήποτε Προκαθήμενον, αλλ’ ούτε ακόμη και από την Ιεραρχία Της, πόσω μάλλον από κάποια ομάδα ανθρώπων.

Όμως, παρ’ ότι η Εκκλησία δεν εξουσιοδοτεί κανέναν να την εκπροσωπή, ολόψυχα προσφέρεται να ευλογήση την απόφαση πιστών ανθρώπων να αγωνισθούν ως πολιτικοί, όπως, όταν οι συνθήκες το εκάλεσαν ευλόγησε ακόμη και τα όπλα των Αγωνιστών του ’21.

Η Εκκλησία εύχεται να αναδειχθούν άνθρωποι με τα ιδανικά, την πίστη στον Θεό, την τιμιότητα και την αυταπάρνηση του Καποδίστρια, πού να πιστεύουν και να μιλήσουν με ειλικρίνεια στον λαό και να καλέσουν όσους ταυτίζονται, σ’ αυτό το πιστεύω, να τούς ακολουθήσουν».

Και ο εισηγητής, π. Βασίλειος, κατέληξε:

«Είναι καιρός να μετρηθούμε. Να διαπιστώσουμε αν, σάν έθνος, πραγματικά θέλουμε να ξαναγίνη η Ελλάδα τόπος πνευματικός ή αν, τελικά, έχουμε τόσο πολύ λιγοστέψει, οπότε μόνο ο Θεός έχει πια τον λόγο για το τί θά απογίνουμε...».

Μετά την εισήγηση επηκολούθησε ενδιαφέρουσα συζήτηση, κατά την οποία έλαβαν τον λόγο κληρικοί και λαϊκοί.

Ευχή όλων μας είναι να γίνη αυτό το πνευματικό Συμπόσιο απαρχή για να αλλάξη η πολιτική εικόνα της πατρίδος μας, γιατί η πολιτική είναι έκφραση και δείκτης της πνευματικής στάθμης ενός λαού.

Για ένα ορθόδοξο λαό η καθημερινή επίγεια ζωή των ανθρώπων δεν είναι μια ανεξάρτητη λειτουργία, που την κατευθύνει αυτόνομα η παράταξη των πολιτικών, αλλά είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την πνευματική ζωή. Γι’ αυτό σε ένα ορθόδοξο λαό, οι χριστιανοί πολιτικοί, έχουν σαν μοναδική τους διακονία να εργάζονται καθημερινά για την υλοποίηση του θελήματος του Θεού στα βιοτικά έργα των ανθρώπων με την ευλογία και τις οδηγίες της Εκκλησίας.

Πρωτοπρ. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης

“ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ”

Νοέμβριος 2008 - Τεύχος 69