
Ποτὲ δὲν θά πειράξω
τὰ ζῷα τά καημένα,
μὴ τάχα, σάν καὶ μένα
κι ἐκεῖνα δὲν πονοῦν;
Θὰ τὰ χαίδεύω πάντα,
προστάτης των θἀ γίνω,
ποτὲ δὲν θά τ’ ἀφήνω
στοὺς δρόμους νἀ πεινοῦν.
Σάν δὲν μιλοῦν ἐκεῖνα,
καὶ ὁ λόγος ἂν τοὺς λείπῃ,
μήπως δὲν νοιώθουν λύπη,
δὲν νοιώθουν καὶ χαρά;
Μήπως καρδιὰ δὲν ἔχουν,
στὰ στήθη των κρυμμένη,
ποὺ τὴν χαρὰ προσμένει
καὶ ἀγάπη λαχταρᾷ;
τὰ ζῷα τά καημένα,
μὴ τάχα, σάν καὶ μένα
κι ἐκεῖνα δὲν πονοῦν;
Θὰ τὰ χαίδεύω πάντα,
προστάτης των θἀ γίνω,
ποτὲ δὲν θά τ’ ἀφήνω
στοὺς δρόμους νἀ πεινοῦν.
Σάν δὲν μιλοῦν ἐκεῖνα,
καὶ ὁ λόγος ἂν τοὺς λείπῃ,
μήπως δὲν νοιώθουν λύπη,
δὲν νοιώθουν καὶ χαρά;
Μήπως καρδιὰ δὲν ἔχουν,
στὰ στήθη των κρυμμένη,
ποὺ τὴν χαρὰ προσμένει
καὶ ἀγάπη λαχταρᾷ;
᾽Ιωάννης Πολέμης
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ B' Δημοτικού 1963