xines

Στὸ αὐλάκι, ποὺ παίζουν τὰ παιδιά, κολυμποῦν καὶ τὰ χηνόπουλα τῆς κυρὰ - Σταματίνας. Δώδεκα ἀσπροκίτρινα χηνόπουλα. Τί βουτιὲς ποὺ κάνουν! Τί παιγνίδια στὸ νερό! Τί κυνηγητά! Ὁ Νῖκος, ὁ Τάκης καὶ ἄλλα παιδιὰ περνοῦν πολλὲς φορὲς τὴν ὥρα μαζί τους.

- Πῶς ἔμαθαν, ἀλήθεια, τόσο μικρὰ νὰ κολυμποῦν! Πῶς κάνουν τόσα παιγνίδια; ἐρωτᾶ ἡ Μαρία.

- Ἔτσι τὰ ἐκανόνισε ὁ Θεός, παιδί μου, τῆς λέγει ἡ κυρὰ - Σταματῖνα. Τὰ χηνόπουλα καὶ τὰ παπάκια κολυμποῦν στὸ νερό, μὰ στὴ στεριὰ δύσκολα περπατοῦν.

- Καὶ τί τοὺς δίνεις καὶ τρώγουν, κυρὰ Σταματῖνα;

- Ὄσο εἶναι μικρά, τρώγουν ζυμωμένα πίτουρα, ποὺ εἶναι μαλακά. Ὅταν μεγαλώσουν, τρώγουν ὅ,τι τύχῃ. Ἄν δὲν τοὺς δώσῃς, ξεσηκώνουν τὴ γειτονιὰ ἀπὸ φωνές. Ἀγαποῦν καὶ τὸ καλαμπόκι καὶ τὰ λάχανα μὲ τὸ ἀλεύρι, Ἄν πῆτε καὶ γιὰ σκουλήκια, τρελαίνονται. Γι’ αὐτὸ καὶ κάνουν αὐτὲς τὶς βουτιὲς στὸ νερό. Καὶ βάτραχο, ἂν πετύχουν, δὲν τὸν  ἀφήνουν.

Τὴν ὥρα ἐκείνη, ἡ μεγάλη χἡνα ἔβγαλε μιὰ δυνατή φωνή :

- Χί! χί! χί! ἐφώναξε κι ἄνοιξε τὰ πτερά της.

Ἕνας σκύλος ἐφάνηκε στὸ δρόμο νὰ ἔρχεται καὶ ἡ καημένη ἐφοβήθηκε γιὰ τὰ παιδάκια της. Ἡ Σταματῖνα ἐσηκώθηκε καὶ τὸν ἐκυνήγησε. Ὕστερα ἔδειξε στὰ παιδιὰ ἕνα αὐγὸ  χήνας.

- Ὅσοι δὲν ἔχετε ἰδεῖ αὐγὸ τέτοιο, κοιτάξετέ το. Οἱ χῆνες δὲν ἔχουν φωλιά. Τὰ γεννοῦν ὅπου τύχει. Αὐτὸ μοῦ τὸ ἐγέννησαν στὸ δρόμο. Εἶναι, καθὼς βλέπετε, ἀρκετὰ μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ αὐγὸ τῆς ὄρνιθας. Εἶναι καὶ λίγο σκοῦρο.

- Νά! ἕνα τέτοιο γίνεται ὡραῖο μαγικὸ καράβι, εἶπεν ὁ Νῖκος.

Σὲ λίγο, ἡ Σταματῖνα ἔπαιρνε τὰ χηνόπουλά της στὸ σπίτι. Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ στὸ δρόμο ἔπεσε ἀνάσκελα. Ἄν δὲν τὸ ἐσήκωνε ἡ γυναῖκα, μποροῦσε νὰ ψοφήσῃ ἐκεῖ. Μόνο του ἧταν
ἀνίκανο νὰ σηκωθῇ.

- Ὥσπου νὰ μεγαλώσουν, θέλουν πολλὴ προσοχή, εἶπεν ἡ Σταματῖνα στὰ παιδιά. Σᾶς παρακαλῶ, ὅταν ἔρχωνται ἐδῶ στὸ αὐλάκι, νὰ μοῦ τὰ προσέχετε.

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963