
- Σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς αὐλῆς εἶναι καὶ ὁ Ἀσπρούλης. Αὐτὸς εἶναι ἕνα ὁλόασπρο μικρὸ κατσικάκι. Γι᾽ αὐτὸ ἡ γιαγιὰ τὸν ἐβάφτισε Ἀσπρούλη.
Τὸ κατσικάκι τὸν Γιωργάκη δὲν τὸν ἀγαποῦσε. Κάποτε τοῦ ἐτράβηξε τὴν οὐρά. Ἀπὸ τότε ἦταν θυμωμένο τὸ ζῷο. Ὅταν τὸν ἔβλεπε, ἔφευγε, Καὶ τώρα θὰ ἔφευγε, ἂν δὲν τὸ ἐφώναζε χαϊδευτικὰ ἡ γιαγιά:
- Τσίπι ! τσίπι μου !
- Τσίπι! τσίπι μου! ἐφώναξε καὶ ὁ Γιωργάκης.
- Μπέε! μπέ! ἀποκρίθηκε τὸ κατσικάκι.
Ὕστερα μὲ μιὰ πηδηξιὰ εὑρέθηκε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς γιαγιᾶς. Ἐμύριζε τὴν ποδιά της, ἐμύριζε καὶ τὰ χέρια της.
- Πήγαινε, παιδάκι μου, καὶ φέρε στὸν Ἀσπρούλη λίγα μουρόφυλλα! Ἐκεῖ κοντὰ ἦταν μιὰ μουριὰ καὶ ὁ Γιωργάκης ἐμάζεψε λίγα φύλλα. Τὸ πρῶτο φύλλο τὸ ζῷο δὲν ἤθελε νὰ τὸ δεχθῇ. Σιγὰσιγὰ ὅμως τὸ ἐδέχθηκε. Ὕστερα ἐδέχθηκε καὶ ἄλλο καὶ
ἄλλο. Ἔτσι τὰ ἔφαγε ὅλα.
Ὁ Ἀσπρούλης εὐχαριστήθηκε ἀπὸ τὰ φύλλα καὶ ἐπλησίασε τὸν Γιωργάκη. Ἀπὸ τότε ἔγιναν δυὸ καλοὶ φίλοι.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963