
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἡ γιαγιὰ κατέβηκε μὲ τὸν Γιωργάκη στὴν αὐλή. Ἐκρατοῦσε κι ἕνα σακκουλάκι.
- Τί ἔχει μέσα, γιαγιά;
- Ψίχουλα καὶ σπόρους, παιδί μου. Εἶναι τροφὴ γιὰ τὶς ὄρνιθες.
Ἐκεῖνες, σὰν εἶδαν τὴν γιαγιά, ἧλθαν καὶ ἐμπερδεύτηκαν στὰ πόδια της. Κάκακα! κάκακα! ἔκαναν χαρούμενες. Σὰν νἀ ἔλεγαν:
- Ἦλθεν ἡ καλή μας ἡ γιαγιὰ μὲ τὸ σακκουλάκι. Τί χαρά! Τί χαρά!
Ὁ πετεινὸς ἐπλησίασε κι ἐτίναξε τὰ φτερά.Ὕστερα ἐλάλησε:
- Κικιρίκου - ου - ου ! Καλημέρα, γιαγιά. Αὐτὸ ἐφανέρωνεν ἐκεῖνο τὸ λάλημα.
- Κοίτα, Γιωργάκη! ἔδειξεν ἡ γιαγιά. Δές, παιδί μου, πόσα χρώματα! Καμάρωσε τὰ ὄμορφα πουλιά! Κοίτα τὸν ὡραῖο πετεινό! Ἄνοιξε τώρα τὸ σακκουλάκι καὶ ρίξε τους. Ἔτσι θὰ σὲ ἀγαπήσουν καὶ θὰ γίνετε φίλοι.
Τόκ! τόκ! τόκ! ἀκούεται τώρα τὸ τσίμπημα. Εἴκοσι ὄρνιθες σκύβουν καὶ τσιμποῦν. Χοροπηδοῦν ὁλόγυρα στὴ γιαγιὰ καὶ στὸ Γιωργάκη. Ὁ Γιωργάκης ὅλο σκορπίζει. Ἀλλὰ καὶ οἱ ὄρνιθες τρώγουν, ὅλο τρώγουν.
- Ρίξε τους ἀκόμα, παιδάκι μου. Μᾶς γεννοῦν αὐγουλάκια, λέγει ἡ γιαγιά.
- Γιατί ὁ πετεινὸς τρώγει, γιαγιά, λιγώτερο; ἐρωτᾷ τὸ ἐγγόνι.
- Γιὰ νὰ φᾶνε πιὸ πολὺ οἱ κοττοῦλές του, παιδάκι μου. Εἶναι καλὸς οἰκογενειάρχης ὁ πετεινός.
Στὰ πόδια τοῦ παιδιοῦ ἧλθε τώρα κι ἐστάθηκε μιὰ πουλαδίτσα. Ὁ Γιωργάκης ἔσκυψε καὶ τὴν ἐχάϊδεψε. Ἔπειτα ἐχάϊδεψε καὶ τὸν πετεινό.
- Ἄν κάμῃς αὐτό, ποὺ ἐκάμαμε σήμερα, παιδί μου, πολλὲς φορές, τότε θὰ ἰδῇς πόσο οἱ ὄρνιθες θὰ σ’ ἀγαπήσουν.
Σὲ λίγο, ποὺ ἀνέβηκαν στὸ δωμάτιο, ἡ γιαγιὰ εἶπε στὸν ἔγγονό της κι ἕνα ποίημα.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963