skilos gata

Μιὰ ἡμέρα ὁ πατέρας τοῦ Γιωργάκη ἔφερε στὸ σπίτι ἕνα σκυλάκι, τὸν Πιστό.

Ὁ Πιστὸς ἦταν ὄμορφος καὶ πολὺ χαριτωμένος.

Κάθε βράδυ, ὅταν ἐρχόταν ὁ πατέρας ἀπὸ τὴ δουλειά, ὁ Πιστὸς ἔβγαινε στὴν ἐξώπορτα καὶ τὸν ἐπερίμενε.

Μὴ ρωτᾶτε μὲ πόση χαρὰ τὸν ὑποδεχόταν, σὰν τὸν ἔβλεπε! Ἐχόρευε τριγῦρό του, ἐπηδοῦσε, ἐκουνοῦσε τὴν οὐρά του. Μὲ κάθε τρόπο τοῦ ἐφανέρωνε τὴν ἀγάπη του.

Ὁ πατέρας ἐγελοῦσε μὲ τὰ παιγνίδια αὐτὰ καὶ τὸν ἐχάἱδευε.

Ὕστερα, ὁ Πιστὸς ἔτρεχε καὶ ἀνέβαινε πρῶτος τὴ σκάλα καὶ ἄρχιζε τὸ γαύγισμα.

Μ’ αὐτὸ σὰν νὰ ἔλεγε στοὺς σπιτικούς :

- Τί κάθεσθε; ἦλθεν ὁ πατέρας. Σηκωθῆτε νὰ τὸν ὑποδεχθῆτε.

Καὶ ἔβγαιναν ὅλοι τότε στὴν αὐλή.

Ἀπ’ ὅλους τοὺς σκύλους τῆς γειτονιᾶς μ’ ἕνα μονάχα ἔχει φιλίες ὁ Πιστός. Μὲ τὸν Ἀράπη. Μ’ αὐτὸν παίζει στὴν αὐλὴ καὶ στὸ δρόμο. Μαζί του βάζει τὶς γάτες στὸ κυνηγητό. Μαζί τους παίζει καὶ ὁ Γιωργάκης. Καὶ πόσες ὄμορφες ὧρες δὲν περνᾷ ὁ Γιωργάγάκης μὲ τὸν Πιστὸ καὶ μὲ τὸν ᾽Αράπη!

Τὴν νύκτα, ὅταν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι κοιμοῦνται, τὸ σκυλάκι μένει ἄγρυπνο. Γυρίζει στὴ σκάλα, στὴν αὐλή, στὸ περιβόλι. Μὲ τὸν
παραμικρὸ θόρυβο ἀρχίζει τὸ γαύγισμα. Δὲν ἀφήνει κανέναν νὰ πλησιάσῃ. Μὲ τὸ γαύγισμά του σὰν νὰ λέγῃ:

- Δὲν μπορεῖ νὰ μπῇ κανένας ξένος μέσα σ’ αὐτὸ ἐδῶ τὸ σπίτι. Τὸ φυλάγω ἐγώ, ὁ Πιστός. Ἐγὼ εἶμαι ὁ φύλακάς του.

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963