tzaki
Βαρὺς χειμῶνας πλάκωσε καὶ οἱ χωρικοί, κλεισμένοι τὰ βράδια στὰ σπίτια τους, μαζεύονται ὅλοι γῦρο στὴ φωτιά.

Ἐκεινη τὴ νύκτα ὁ ἄνεμος ἐβούϊζε πιὸ ἄγρια ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά.

Στὸ σπίτι τοῦ γέρο - Φώτη ἡ γωνιὰ ἄναβε ὁλόφλογη καὶ ἔχυνε σ’ ὅλο τὸ δωμάτιο εὐχάριστη πύρα. Ὅλοι τοῦ σπιτιοῦ ἦσαν καθισμένοι γῦρο στὴ φωτιά.

Ἡ Γιώργαινα ράβει ἕνα φορεματάκι τοῦ παιδιοῦ, ἡ Χρυσάνθη γνέθει, ὁ Γιώργης πυρώνει τὰ χέρια του καὶ ὁ γέρος συνδαυλίζει τὴ φωτιά.

Ὁ Δημήτρης, ποὺ τοῦ ἀρέσουν τὰ μαντέματα, ἀρχίζει πρῶτος, γιὰ νὰ παρακινηθοῦν καὶ οἱ ἄλλοι. Ἀπὸ ἐκεῖ τὰ
μαθαίνει καὶ τὰ λέγει καὶ στὰ ἄλλα τσοπανόπουλα καὶ τοὺς παίρνει ἕνα σωρὸ «κάστρα».

—Ἀπόψε θὰ σᾶς εἰπῶ μαντέματα, ποὺ δὲν θὰ τὰ εὕρῃ κανένας, τοὺς λέγει. Ἀκοῦστε ἕνα:

Τέσσερις στέκονται,
δυὸ ἀκοῦνε,
ἕνας σκάφτει,
κι ἑνας θυμιατίζει.
Τί εἶναι;

Σκέπτονται ὅλοι, βάζουν μὲ τὸ νοῦ τους κάμποσα πράγματα, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ὑποψιάζεται πὼς εἶναι τὸ γουρούνι μὲ τὴν οὐρά του.

—Εὕρετέ το λοιπόν! τοὺς πεισμώνει ὁ Δημήτρης. Καὶ ἐπειδὴ κανεὶς δὲν τὸ εὑρίσκει, τοῦ δίδουν ἀπὸ ἕνα  «κάστρο» ὁ καθένας νὰ τοὺς τὸ εἰπῇ.

Τέτοια δύσκολα μαντέματα μονάχα ὁ Γιώργης ἠξευρει ξαναλέγει ὁ Δημήτρης σὲ λίγο. Μὰ νὰ ποὺ σᾶς εἶπα καὶ ἐγὼ ἕνα!... Καὶ αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς εἰπῶ τώρα, δὲν θὰ τὸ εὕρῃ κανείς σας. Ὅποιος τὸ ξέρει ἐδῶ θὰ φανῇ!...

Μικρὴ - μικρὴ νοικοκυρὰ
μεγάλη πίττα κάνει.
Τί εἶναι;
Καὶ αὐτὸ τοὺς τὸ εἶπε, γιατί, ὅσο καὶ ἄν ἐσκεφθηκαν, δὲν ἐπῆγε ὁ νοῦς των στὴ μέλισσα.

—Ἐγὼ θὰ σοῦ εἰπῶ ἕνα, λέγει ὁ Γιώργης, καὶ νὰ σὲ ἰδῶ ἂν τὸ εὕρης.

Το φίδι τρώει τὴ θάλασσα
κι ἡ θάλασσα τὸ φίδι.
Τί εἶναι;

—Τὸ λυχνάρι μὲ τὸ φυτίλι, ἐπετάχθηκεν ὁ Δημήτρης.

—Τὸ πέτυχες! τοῦ λέγει ὁ Γιώργης. Μὰ τώρα θὰ σοῦ εἰπῶ δύο, ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Νὰ ἰδοῦμε, θὰ τὰ  εὕρῃς καὶ αὐτά;

— Πές τα καὶ θὰ τὰ εὕρω! τοῦ ἀπαντᾷ.

—Ἄκουσε λοιπὸν τὸ πρῶτο:

Μιὰ κόρη λυγερὴ
βῆμα - βῆμα περπατεῖ
καὶ πίσω της πηναίνει
μιὰ γριὰ βλογιοκομμένη!
Τί εἶναι;

—Ἄκουσε τώρα καὶ τὸ δεύτερο:

Ἔχω μιὰ προβατῖνα
ἀπὸ τὸ λαιμὸ τὴ δένω
κι ἀπὸ τὴν οὐρὰ τὴ σέρνω!
Τί εἶναι;

Ὁ Δημήτρης τὸν ἔβαλε καὶ τοῦ τὰ εἶπε πάλι καὶ πάλι, μὰ δὲν τὰ εὑρῆκε. Τότε καὶ οἱ ἄλλοι τοῦ ἔταξαν σπουδαῖα «κάστρα», γιὰ νὰ τοὺς τὰ φανερώσῃ.

—Μὰ γιὰ σκεφθῆτε λιγάκι ἀκόμη! τοὺς λέγει. Ὁ κόσμος τὸ χρειάζεται ὅλη τὴν ὥρα!

Τοὺς ἐβασάνισε κάμποσο, ἔπειτα τοὺς ἐμαρτύρησε πὼς εἶναι ἡ βελόνα μὲ τὴ δακτυλήθρα, ποὺ ὁμοιάζει ὡσὰν
βλογιοκομμένη.

—Ἔ! φθάνει πιὰ τὰ «κάστρα», ποὺ ἐπῆρες, Γεώργη εἶπεν ὁ γερο - Φώτης· τώρα εἶναι καιρὸς νὰ σχολάσωμε.
Γεώργιος Α Μέγας

Πηγή : Αναγνωστικό Δ΄Δημοτικού 1959