Στὸ χωριό μας, ποὺ δὲν εἶναι κι ὀμορφότερο στὴν πλάσι
μᾶς ἀφῆκαν οἱ γονεῖς μας μιὰ γερόντισσα ἐκκλησιά.
Δὲν τῆς ἔχομε φτειασμένο μαρμαρένιο εἰκονοστάσι,
τὰ καντήλια της δὲν εἶναι κρυσταλλένια καὶ χρυσᾶ.
Πτωχικὰ ντυμένους ἔχει καὶ τοὺς γέρους της παπᾶδες,
ταπεινοὶ κι δυό της ψάλτες εἶναι πάντα ἐργατικοί.
Στὰ μανάλια της μεγάλες δὲν ἀνάβουνε λαμπάδες,
στὸν ἀφέντη Ἁϊ - Δημήτρη τὸ μικρὸ κεράκι ἀρκεῖ.
Κι ὅμως στὸ μικρό της χῶρο, ποὺ ὅλους κι ὅλες δὲ μᾶς βάνει,
τοῦ Θεοῦ τὸ μεγαλεῖο αἰσθανόμαστε τρανό,
Πουθενὰ πιὸ μυρωμένο δὲν καπνίζει τὸ λιβάνι,
πουθενὰ τὸ καντηλάκι δὲν σπιθάει πιὸ φωτεινό!
«Πρωϊνὸ ξεκίνημα» Γεώργιος Ἀθάνας
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Ε' Δημοτικού 1957