Πρώτη μέρα

Τὸ σχολεῖο ὁλοένα γεμίζει ἀπὸ παιδιά. Χαρὲς καὶ γέλια τώρα στὸ προαύλιο. Νὰ καὶ ἡ Κατῖνα, ἡ Φανή, ὁ Νῖκος, ὁ Κωστάκης. ῞Ολα τὰ καλὰ παιδιά. ῾Η γειτονιὰ τὰ καμαρώνει.Τὰ ἔχει σὰν δικά της παιδιά. ‘Η Νίνα φορεῖ τὸ ὡραῖο φορεματάκι της. Ἡ Κούλα ἦλθε μὲ ἄσπρη κορδελλίτσα στὰ μαλλιά.

῾Ο Θανασάκης καμαρώνει τὴν καινούργια σάκκα του.

- Μοῦ τὴν ἀγόρασε ὁ πατέρας. Εἶναι ὅλη ἀπὸ δέρμα, Ἔχει καὶ κλειδί, ποὺ κλειδώνει καὶ ξεκλειδώνει, λέγει καὶ ξαναλέγει ὁ Θανασάκης.

Σὲ λίγο κτυπᾷ τὸ καμπανάκι. Τὰ παιδιὰ μαζεύονται στὴν αἴθουσα. Γίνεται ἡ προσευχή.Ὁ καλὸς Θεὸς τὰ εὐλογεῖ. Ὁ δάσκαλος χαίρεται, ποὺ τὰ βλέπει μαζεμμένα.

- Καλῶς ἤλθατε, τοὺς λέγει, ἀγαπητά μου παιδιά. Δυόμισυ μῆνες ἔχομε νὰ ἰδωθοῦμε. Τώρα πάλι ξαναγυρίζομε ἐδῶ.

- Ὅπως, κύριε, γυρίζουν στὴ φωλιά τους τὰ χελιδόνια, λέγει ἡ Μαρίτσα.Κουδούνι

- Ναί, παιδί μου. Ἐγυρίσαμε κι ἐμεῖς στὴ φωλιά μας, ὅπως τὰ χελιδόνια.

Μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλο, ποὺ ἐχάρηκε, γιατὶ ἦλθαν στὸ σχολεῖο τὰ παιδιά, ἐχάρηκε κι ἕνας ἄλλος. Ξέρετε ποιός; Ὁ μπάρμπα-Φλῶρος, ποὺ πωλεῖ ζεστὰ ξεροψημένα κουλούρια. Ἅμα εἶδε, πὼς ἄνοιξε τὸ σχολεῖο, εἶπε χαρούμενος στἡ γυναῖκά του:

- Ἧλθαν, Μυρτούλα, πάλι τὰ παιδιά μας. Ἀπὸ αὔριο θ’ ἀρχίσωμε δουλειά. Ἐσὺ θὰ ζυμώνῃς κι ἐγὼ θὰ πωλῶ. Ἄς εἶναι δοξασμένος ὁ ἅγιος Θεός, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ πεινάσωμε.

 

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ B' Δημοτικού 1963