Γιατί, γιατί νὰ φοβηθῶ,
σὰν ἔμεινα μονάχο;
Σύντροφ’ ὁ Πλάστης ἀγαθὸ
δὲν μοῦ ᾽δωσε γιὰ νά ᾽χω
τὸν φύλακ’ ἄγγελό μου;
Κι ἂν τύχῃ κ’ εἶναι σκοτεινά,
ἢ νύκτα ἢ ἐρημιά,
γιατί κακὴ νὰ μοῦ περνᾷ
ἀνόητ’ ὑποψία
ἀπὸ τὸ λογισμό μου;
Καὶ στὸ σκοτάδι καὶ στὸ φῶς
τοῦ κόσμου ἐδῶ κάτου,
ὁ φύλαξ ἄγγελος κρυφός,
μὲ τὰ γλυκὰ φτερά του
ἀόρατος μᾶς σκέπει.
Κι ἀφοῦ ὁ Πλάστης ὁ καλὸς
παντοῦ μᾶς προστατεύει,
εἶναι μωρὸς κι εἶναι τρελὸς
ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει,
πώς νὰ φοβᾶται πρέπει.
Γεώργιος Βιζυινὸς
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963