Ὁ Γιωργάκης εἶναι μικρός. Τὸ παράπονό του εἶναι, ποὺ δὲν τὸν δέχονται στὸ σχολεῖο. Γι’ αὐτὸ λέγει συχνὰ στὴ μητέρα του. - Πότε, μητέρα, θὰ γίνω μαθητής;

Πότε θὰ πηγαίνω στὸ σχολεῖο;

- Ὅταν μεγαλώσῃς, ἀπαντᾷ ἡ μητέρα.

Μὰ καὶ τώρα εἶμαι μεγάλος. Γιὰ κοίταξέ με!

Καὶ σηκώνεται, τεντώνει τὸ σωματάκι του, γιὰ νὰ φανῇ ψηλός. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα ξεκαρδίζονται στὰ γέλια.

Μὰ πιὸ πολὺ γελᾷ ἡ γιαγιά. Γελᾷ ποὺ ὁ ἔγγονός της εἶναι ἔξυπνος Τὸν παίρνει στὴν ἀγκαλιά της καὶ τὸν φιλεῖ. -

Νὰ μᾶς ζήσῃς, παιδάκι μου, τοῦ λέγει.

Ὁ καλὸς Θεὸς νὰ σοῦ χαρίζῃ ὑγεία. Νὰ μάθῃς γράμματα, νὰ γίνῃς καλὸς ἄνθρωπος.

Τὴν ἡμέρα, ποὺ ἄνοιξε τὸ σχολεῖο, ὁ Γιωργάκης ἐστενοχωρήθηκε πολύ.

Ἄχ! μητερούλα. Τί θὰ γίνω τώρα ἐγώ; Ὁ Θανασάκης θὰ πηγαίνῃ στὸ σχολεῖο, ὅλα τὰ παιδιὰ θὰ πηγαίνουν. Ἑγὼ δὲν θὰ μάθω γράμματα;

- Θὰ μάθῃς, παιδάκι μου, μὰ ὅταν θὰ ἔλθῃ ὁ καιρός. Κάμε ὑπομονή.

Ἡ γιαγιά, σὰν τὸν εἶδε νὰ λυπᾶται πολύ, τὸν ἐφώναξε κοντά της.

- Γιατί, Γιωργάκη μου, στενοχωριέσαι; Δὲν εἶμαι μαζί σου ἐγώ; Ἐγὼ θὰ σοῦ μάθω πολλὰ πράγματα. Θὰ πηγαίνωμε μαζὶ περίπατο, θὰ σοῦ λέγω παραμύθια, θὰ σοῦ τραγουδῶ, θὰ σὲ βοηθήσω νὰ γνωρίσῃς καὶ μερικοὺς καλοὺς φίλους.

- Φίλους; Ποιοί εἶναι αὐτοὶ οἱ φίλοι, γιαγιά; - Τοὺς γνωρίζεις καὶ τώρα, παιδί μου. Μὰ ἐγὼ θὰ σὲ βοηθήσω νὰ πιάσῃς φιλία μαζί τους. Ἀπὸ αὔριο θὰ πᾶμε νὰ τοὺς ἰδῇς.

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963