Τὴν ἄλλη ἡμέρα οἱ γεωργοὶ ἐπῆγαν στὰ χωράφια τους. Ἐπῆγαν γιὰ νὰ ὀργώσουν. Τραγουδοῦν χαρούμενοι. Ὁ μπάρμπα-Σπύρος μὲ τὸ Στέφανο ἐπῆγαν ἀπὸ τοὺς πρώτους.
Τὰ δυό τους βόδια ξεκούραστα σύρουν τὸ ἀλέτρι. Τὸ ὑνὶ σχίζει τὴ γῆ βαθιά. Τὸ χῶμα ἀνασηκώνεται. Τὸ χωράφι παίρνει ἄλλη ὄψι τώρα, ποὺ ὀργώνεται.
- Ὠώ! Μελῆ. Ὠώ! Κανέλλη, ἀκούεται ὁ Στέφανος.
Στὸ μπάρμπα-Σπύρο ἀρέσει αὐτὴ ἡ φωνή. Τοῦ φαίνεται σὰν τραγούδι. Νέος ὤργωνε ὁ ἴδιος. Τώρα, ποὺ ἐγέρασε, ὀργώνει ὁ Στέφανος. Ὁ Στέφανος εἶναι παιδὶ ὑπάκουο, ἀγαπάει τὴ δουλειά. Τὰ βόδια τὰ προσέχει. Βουκέντρα δὲν μεταχειρίζεται. Δὲν θέλει νὰ κάμῃ τὰ ζῷά του νὰ πονοῦν. Τὰ χωράφια τὰ ἔχει καλοπεριποιημένα.
- Ἄν ἔκανε, πατέρα, λίγες ἡμέρες γλυκειές, ὅπως σήμερα, θὰ ἐτελειώναμε τὰ ὀργώματα. Ὕστερα θ’ ἀρχίζαμε τὴ σπορά, λέγει ὁ Στέφανος.
Καὶ χαίρεται, ποὺ βλέπει τὶς αὐλακιὲς νὰ πληθαίνουν.
- Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ θεοῦ, ὅλα θὰ γίνουν, παιδί μου.
Ἀνάμεσα στὰ βάτα ἐκείνη τὴν ὥρα ἕνα παιδὶ ψάχνει γιὰ μανιτάρια. Εἶναι ὁ Γιαννάκης. Παιδὶ ὀρφανό. Κάπου-κάπου, φωνάζει σὰν τὸ Στέφανο.
- Ὠώ! Μελῆ. ᾽Ωώ! Κανέλλη.
Ὁ γέρο - Σπύρος ἐφώναξε τὸ Γιαννάκη κοντά του.
- Ἄσχημα κάνεις,παιδί μου, νὰ γυρίζῃς στὶς ἐρημιὲς γιὰ μανιτάρια. Πρέπει νὰ μάθῃς γράμματα. Ὅσο γιὰ τὰ μανιτάρια, τὰ βρίσκεις, ὅποτε θέλεις.
Ὅταν ἐσήμανε ὁ ἑσπερινός, τὸ ὄργωμα ἐσταμάτησε. Ὁ μπάρμπα - Σπύρος καὶ ὁ Στέφανος ἔκαμαν τὸ σταυρό τους. Ὕστερα ἐκίνησαν γιὰ τὸ χωριό. Ὁ γέρος ἐπῆρε μαζί του καὶ τὸ Γιαννάκη. Σ’ ὅλο τὸ δρόμο τὸν ἐσυμβούλευε σὰν παιδί του.
Ὁ Γιαννάκης ἀκούει τὰ λόγια ἐκεῖνα προσεκτικά. Ἀπὸ κανένα δὲν ἔχει ἀκούσει τέτοια λόγια. Γιὰ μιὰ στιγμὴ βουρκώνουν τὰ μάτια του.
- Δὲν ἔχω βιβλίο, λέγει στὸ μπάρμπα Σπύρο. Πῶς θὰ πηγαίνω στὸ σχολεῖο;
- Αὐτὸ νὰ μὴ σὲ στενοχωρῇ. Βιβλίο, σάκκα καὶ ὅ,τι χρειάζεται θὰ σοῦ τὰ ἀγοράσω, ἀπαντᾷ ὁ καλὸς γέροντας.
- Τότε θὰ πηγαίνω. Καὶ ἄλλη φορὰ δὲν θὰ ξαναφύγω ἀπὸ τὸ σχολεῖο.
Καὶ ὁ Γιαννάκης ἐτήρησε τὸ λόγο του. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ μπάρμπα - Σπύρου ἐτελείωσε τὸ Δημοτικό.
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963