Τὰ μπράτσα του, γιὰ ἰδέστε,
γυαλίζουν μελανά.
Τὴ νύκτα, τὴν ἡμέρα,
σκυφτός, σφυροκοπᾷ,
δίχως νὰ παίρνῃ ἀνάσα,
στ’ ἀμόνι του κτυπᾷ!

Τὰ οὐράνια δὲν τὰ ξέρει
ποτέ του γαλανά.
Τὴ φλόγα, τὸ σφυρί του,
θωρεῖ παντοτινά.
Τὴ νύκτα, τὴν ἡμέρα,
σκυφτός, σφυροκοπᾷ,
δίχως νὰ παίρνῃ ἀνάσα,
στ’ ἀμόνι του κτυπᾷ.

Ἔχει παιδιά, γυναῖκα,
γι’ αὐτοὺς τόσον καιρὸ
σιδερικὰ σκαρώνει
κάθε λογῆς σωρό.
Τὴ νύκτα, τὴν ἡμέρα,
σκυφτός, σφυροκοπᾷ,
δίχως νὰ παίρνῃ ἀνάσα,
στ’ ἀμόνι του κτυπᾷ.

Τέλλος Ἄγρας

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963