Τὴν ἄλλη ἡμέρα τὸ πρωὶ ὁ Χρόνης ἐπῆγε στὸ ξυλουργεῖο τοῦ Γρηγόρη. Εὐτυχῶς ἦταν ἐκεῖ. Ἐπριόνιζε μιὰ σανίδα. Ὅλο τὸ πάτωμα ἦταν γεμᾶτο πριονίδια καὶ ροκανίδια σκορπισμένα. Σ’ ἕνα μεγάλο τραπέζι, τὸν μπάγκο, ἦταν τὰ ἐργαλεῖα. Ἀπ’ αὐτὰ ὁ Χρόνης ἄλλα ἤξερε καὶ ἄλλα δὲν ἤξερε. Εἶδε τὸ πριόνι, τὴν πλάνη, τὸ σκεπάρνι, τὴν τανάλια, τὸ καθένα στὴ θέσι του.
Μερικὰ ἐργαλεῖα τοῦ ἐφάνηκαν περίεργα. Τὰ ἔβλεπε γιὰ πρώτη φορά. Δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβῃ σὲ τί τὰ ἐχρησιμοποιοῦσεν ὁ ξυλουργός. Ὅταν ἐκεῖνος ἐτελείωσε τὸ πριόνισμα, ὁ Χρόνης τοῦ εἶπε τὴν παραγγελία, ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸν πατέρα του: νὰ ἔλθῃ γιὰ νὰ διορθώσῃ τὴν ἀποθήκη.
- Δὲν μπορῶ, παιδί μου, οὔτε αὔριο οὔτε μεθαύριο νὰ ἔλθω. Τὴν ἄλλη ἑβδομάδα θὰ εὑκαιρήσω. - Ἔχουν λυγίσει τὰ ξύλα τῆς ἀποθήκης, κὺρ-Γρηγόρη, καὶ κοντεύουν νὰ σπάσουν μοῦ εἶπεν ὁ πατέρας. Ὅσο μπορεῖς, ἔλα γρηγορώτερα. Εἶναι ἀνάγκη.
- Καταλαβαίνω, παιδί μου, ἀλλὰ τί νὰ σᾶς κάμω. Ἔχω δουλειὰ ἄλλη, πιὸ βιαστική. Μοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴν ἀφήσω στὴ μέση. Φτειάνω μιὰ σκεπή. Εἶναι φθινόπωρο καὶ μπορεῖ νὰ βρέξῃ. Καὶ τότε δίχως σκεπή, τί θὰ γίνη τὸ σπίτι;
Καί, παίρνοντας ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ ξύλα ἕνα χάρακα, λέγει τοῦ Χρόνη :
- Καὶ τώρα, μιὰ ποὺ ἧλθες στὸ μαγαζί μου, στάσου νὰ σοῦ δώσω κι ἕνα χάρακα, νὰ ριγώνῃς τὰ. τετράδιά σου. Εἶναι ἀπὸ ὀξυά. Δὲν στραβώνει. Τέτοιον ἔχει καὶ ὁ γυιός μου ὁ Νικολός. Μοῦ φαίνεται πὼς εἶσθε συμμαθηταί.
- Εἴμεθα καὶ φίλοι καὶ πολλὲς φορὲς μελετοῦμε καὶ μαζί, ἐπρόσθεσεν ὁ Χρόνης.
- Νὰ μελετᾶτε, παιδί μου. Ἐμεῖς γιὰ σᾶς κοπιάζομε. Φροντίστε νὰ μάθετε γράμματα, γιὰ νὰ γίνετε καλοὶ ἄνθρωποι.
Τὴν ἄλλη ἑβδομάδα ὁ Γρηγόρης ἐπῆγε καὶ διώρθωσε τὴν ἀποθήκη. Ἄν τὴν ἄφηναν μερικὲς ἡμέρες ἀκόμα, θὰ ἔπεφτε καὶ τὸ σπίτι τοῦ Χρόνη θὰ ἐπάθαινε μεγάλη ζημιά.
Πόσες τέτοιες ζημιὲς δὲν ἐπρολάβαινε ὁ καλὸς ξυλουργὸς στὸ χωριὸ μὲ τὴν τέχνη του!
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963