papia

῾Ο Ἀντωνάκης ἦταν ἕνα παιδὶ φρόνιμο. Ποτὲ δὲν ἔλεγε ἄπρεπα λόγια. Οὔτε ἤξερε νὰ εἰπῆ ψέμματα. Στὰ μαθήματά του ἦταν πολὺ τακτικός. Οἱ γονεῖς του ἦσαν εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὸν ᾽Αντωνάκη τους καὶ ὑπερήφανοι, ποὺ εἶχαν ἕνα τόσο καλὸ παιδί.

Τελευταῖα ὅμως τὸ παιδὶ αὐτὸ ἄρχισε νὰ χαλᾷ. Ἡ μητέρα του καὶ ὁ πατέρας του δὲν ἤξεραν πῶς νὰ ἐξηγήσουν αὐτὴ τὴν ἀλλαγή. Οὔτε καὶ ὁ δάσκαλος.

Κάποτε ὅμως ἔγινε φανερὸ γιατί ὁ Ἀντωνάκης εἶχεν ἀλλάξει.

Μιὰ ἡμέρα ἐπῆγε στὸ σπίτι τους μιὰ πτωχὴ γυναῖκα, ἡ κυρὰ-Κωνσταντία. Ἧταν ἐκεῖ καὶ ὁ ᾽Αντωνάκης.

- Κύριε Χαρίλαε, εἶπε στὸν πατέρα. Ὁ Ἀντωνάκης σας μοῦ ἐπλήγωσε μὲ τὶς πέτρες μιὰ πάπια. Ἐγὼ εἶμαι γυναῖκα πτωχή. Ἔχω δυὸ ὀρφανὰ νὰ θρέψω. Ἐπερίμενα νὰ τοὺς δίνω κανένα αὐγουλάκι νὰ τρώγουν. Αὐτὸς μοῦ ἐπλήγωσε τὴν πάπια μου. Ἦταν μαζὶ μὲ ἕνα ἄλλο κακὸ παιδί.

῾0 πατέρας καὶ ἡ μητέρα δὲν ἤξεραν τί νὰ ἀπαντήσουν.

- Δὲν θὰ ἦταν ὁ ᾽Αντώνης μας, κυρὰ Κωνσταντία. Λάθος θὰ ἐκάνατε, εἶπεν ὁ πατέρας. Αὐτὸς οὔτε πέτρε ς πετᾷ οὔτε καὶ πηγαίνει μὲ κακὰ παιδιά. Εἶναι παιδὶ μὲ καλὴ ἀνατροφή.

-Τὸν γυιό σας δὲν γνωρίζω, κύριε Χαρίλαε; Τί λέτε; ᾽Αφοῦ εἶναι ἐδῶ, ἂς σᾶς εἰπῆ ὁ ἴδιος, ἂν δὲν ἦταν αὐτός. Νά! σὰν νὰ τὸν βλέπω μὲ τὶς πέτρες στὰ χέρια.

Ἀπὸ τὸ χρῶμα, ποὺ ἐπῆρε τὸ πρόσωπο τοῦ γυιοῦ τους, ἐκατάλαβε ὁ πατέρας, πὼς ἡ γυναῖκα εἶχε δίκιο. Τὴν ἐπῆρε τότε κάτω καὶ τῆς ἔδωκε δυὸ πάπιες ἀπὸ τὶς δικές του. Τῆς ἔδωκε καὶ μερικὰ χρήματα, τῆς ἐζήτησε 39 συγγνώμην καὶ ἡ κυρία ἔφυγε.

Ὄταν ἦλθεν ὁ πατέρας ἐπάνω, εὑρῆκε τὸν Ἀντωνάκη νὰ κλαίῃ ἀπαρηγόρητα καὶ νὰ λέγη στὴ μητέρα του:

-Δὲν θὰ τὸ ξανακάνω, μητερούλα μου. Συγχωρῆστέ με. Ἐγὼ ἐπλήγωσα τὴν πάπια τῆς κυρὰ - Κωνσταντίας. Εἶχα συναναστροφὴ μ’ ἕνα κακὸ παιδί. Δὲν θὰ ξαναπηγαίνω μαζί του.

Ὁ πατέρας ἐστάθηκε λίγη ὥρα ἀμίλητος. Ὕστερα εἶπε :

- Παιδί μου, ἀπὸ τὰ δάκρυα, ποὺ χύνεις, καταλαβαίνω, πὼς μετανοεῖς. ᾽Εγὼ καὶ ἡ μητέρα σου σὲ συγχωροῦμε γιὰ ὅ,τι ἔκαμες. Πρόσεξε ὅμως ἄλλη φορὰ ποιοὺς συναναστρέφεσαι. Δὲν ὑπάρχει χειρότερο πρᾶγμα ἀπὸ τὴν κακὴ συναναστροφή. Εἶναι ἱκανὴ νὰ σὲ καταστρέψῃ.

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Β' Δημοτικού 1963