Πρώτη - πρώτη ἔχει ἀνοίξει τὰ λουλούδια της  ἡ ἀμυγδαλιά. Νυφούλα σωστὴ στὰ ἀσπρορρόδινα πέπλα της, στέκεται στὸν κῆπο, σὰν νὰ εἶναι ἕτοιμη ν’ ἀρχίσῃ τὸ χορὸ τῆς ἀνοίξεως.

Τὰ ἄλλα δένδρα δὲν βιάζονται. Μὲ τὰ γυμνὰ κλαδιά των κοιτάζουν τὸν οὐρανό, σὰν νὰ λέγουν:

— Ἄς ζεστάνῃ ὁ ἥλιος καλά, ν’ ἀνοίξωμε καὶ μεῖς.

Ἡ ἀχλαδιὰ κινεῖ λίγο τὴν κορυφή της καὶ λέγει στὴ μικρὴ κερασιά ποὺ στέκει δίπλα της:

— Τὴ βλέπεις τὴν ἄμυαλη τὴν ἀμυγδαλιά;

Ἐλησμόνησε τὸ τί ἔπαθε πέρυσι μὲ τὰ χιόνια, ποὺ ἐκάηκαν ὅλα τὰ πρώϊμα λουλούδια της. Νά την τώρα πάλι. Πρώτη καὶ καλύτερη ἐστολίσθηκε.

— Ἐγώ, εἶπε ἡ κερασιά, δὲν βιάζομαι καθόλου. Τελευταία ἀνοίγω τὰ λουλούδια μου, μὰ πρώτη κοκκινίζω τὰ κεράσια μου.

Ἔτσι ὡμιλοῦσαν τὰ δένδρα τότε. Μὰ ὅταν ἦλθε ὁ Ἀπρίλιος, νά τα ὅλα ἀλλαγμένα. Ὁ κῆπος στὶς δόξες του.

Ἡ ἀχλαδιὰ φορεῖ κάτασπρα, ἡ μηλιὰ ἀσπρορρόδινα, ἡ βερυκοκκιὰ τριανταφυλλιά. Ἰδὲς τὴ μικρούλα τὴν κερασιά! Σὰν κουκλίτσα γεμάτη στολίδια. Κάθε κλαδάκι  της θὰ ἔχῃ ἐπάνω ἀπὸ ἑκατὸ λουλούδια.

— Γιὰ νὰ ἰδοῦμε, θὰ τὰ κρατήσῃ ὅλα, νὰ τὰ κάμῃ κεράσια; Εἶναι πολὺ μικρὴ ἀκόμη, λέγει ὁ παπποῦς.

Τὰ παιδιὰ δὲν χορταίνουν κάθε μέρα τὸ λαμπρό αὐτὸ πανηγύρι τοῦ κήπου. Ὅλο ἐκεῖ εὐρίσκονται. Κάθονται κάτω ἀπό τὴ μεγάλη τὴν κερασιά και ἀκούουν τὶς  μέλισσες, ποὺ ζουζουνίζουν γυρίζοντας ἀπὸ λουλούδι σὲ λουλούδι.

— Γιὰ θυμήσου πέρυσι πόσα κεράσια ἐμαζέψαμε. Ἑλενίτσα; εἶπε ὁ Κωστάκης.

— Ναί, Κωστάκη, ἀπαντᾷ ἡ Ἑλενίτσα. Θυμᾶσαι δυὸ μικρὰ καλαθάκια, τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ἀνήμερα. Ἦτο ἕνα ἀπὸ τὰ δῶρα στὴν ἑορτή μας.

Τὰ παιδιὰ προτιμοῦν τὰ κεράσια ἀπὸ τὰ ἄλλα φροῦτα. Καὶ δὲν ἔχουν ἄδικο, γιατὶ καὶ νόστιμα πολὺ εἶναι καὶ τὰ καλύτερα στολίδια τοῦ κήπου, ὅταν ὡριμάζουν. Νὰ τὰ βλέπῃς στὴν κερασιὰ ἀνάμεσα στὰ φύλλα της, νὰ κρέμωνται ἀπὸ τὸ μακρὺ πράσινο κοτσάνι των σὰν φουντίτσες, σὰν κόκκινα κουδουνάκια!

Μὰ ἐκεῖνο, ποὺ κάνει τὰ παιδιὰ νὰ ἐνθουσιάζωνται γιὰ τὴν καρασιά, εἶναι ποὺ μποροῦν μ’ αὐτὰ νὰ στολισθοῦν καὶ τὰ ἴδια. Τὰ κρεμοῦν στ’ αὐτιά των σὰν δυὸ  λαμπερὰ κόκκινα σκουλαρίκια.

Πηγή : Αναγνωστικό Γ΄Δημοτικού 1955