ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ

Στὴν Βιβλιοθήκη τοῦ Πανεπιστημίου Μπράουν (Brown) τῆς Πολιτείας Ρὸντ Ἄϊλαντ τῆς Ἀμερικῆς εἶναι κρεμασμένη στὸν τοῖχο ἡ εἰκόνα ἑνὸς νέου φουστανελλοφόρου. Τὸ πρόσωπό του ἔχει δυνατὴ ἔκφρασι καὶ φλογερὴ ματιά. Ἄν εἶχε μουστάκι καὶ γένεια, θὰ ἐνόμιζες ὅτι εἶναι Ἕλληνας ἥρωας τοῦ 1821 . Εἶναι ὁ Χάου.

Τὸ ὄνομα τοῦ Σαμουὴλ Γκρίντλεϋ Χάου εἶναι ἀναπόσπαστα δεμένο μὲ τὴν νεώτερη ἱστορία τῆς Χώρας μας. Μεταξὺ τοῦ 1825 καὶ 1867 ὁ Χάου ἦλθε τέσσαρες φορὲς στὴν ῾Ελλάδα καὶ ἐργάσθηκε μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ αὐταπάρνησι γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσι καὶ τὸ μεγάλωμά της.

Μέσα στὸ διάστημα αὐτὸ ἔλαβε μέρος σ’ ἐκστρατεῖες, πολέμησε, περιποιήθηκε τραυματίες καὶ ἀσθενεῖς, ἔκαμε μεγάλο φιλανθρωπικὸ ἔργο γιὰ πτωχοὺς καὶ εὐεργέτησε μὲ πολλοὺς τρόπους τὴν Ἑλλάδα.

Ὁ Χάου ἐσπούδαζε τὴν ἰατρικὴ στὴν Ἀμερική, ὅταν οἱ Ἕλληνες ἐξεσηκώθηκαν καὶ ἄρχισαν ἀγῶνα γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν μακρόχρονη δουλεία. Τὸ σύνθημα «᾽Ελευθερία ἢ θάνατος», ποὺ ἐκήρυξαν οἱ ἐπαναστάτες, συνεκίνησε βαθιὰ τὴν εὐαίσθητη ψυχὴ τοῦ Χάου καὶ ἄλλων Ἀμερικανῶν.

Μὲς στὸ φθινόπωρο τοῦ 1824, γιατρὸς πιά, ξεκινάει γιὰ τὴν ἐπαναστατημένη ῾Ελλάδα, ἀφίνοντας πίσω του γονεῖς καὶ φίλους. ῏Ηταν Δεκέμβρης, ὅταν ἔφθασε στὴν Μάλτα. Ἀπ’ ἐκεῖ στέλνει ἕνα  γράμμα σὲ κάποιο φίλο του καὶ μαζὶ μὲ ἄλλα τοῦ γράφει: «Οἱ πιθανότητες γιὰ νὰ γυρίσω δὲν εἶναι πολλές, ἀλλὰ λίγο μὲ μέλει γι’ αὐτό».

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1825 βγαίνει στὴν Μονεμβασία καὶ ἀπ᾽ ἐκεῖ πηγαίνει στὸ Ναύπλιο. Χωρὶς χρονοτριβὴ, ἡ ῾Ελληνικὴ Κυβέρνησι τὸν διορίζει ἰατροχειροῦργο γιὰ τὸ στρατόπεδο τῆς Παλαιᾶς Πάτρας. ῎Ετσι ἀρχίζει νὰ μετέχη στὸν ῾Ελληνικὸ ἀγῶνα καὶ νὰ προσφέρη τὶς ὑπηρεσίες του ὡς γιατρὸς καὶ στρατιώτης.

Ἡ τύχη του πιὰ εἶναι κοινὴ μὲ τὴν τύχη τοῦ Ἕλληνα στρατιώτη. Μαζί του εἶναι στὶς πορεῖες, στὰ στρατόπεδα,στὶς κακουχίες, στὶς μάχες, στὶς ἀγωνίες, στὴν πεῖνα, στὶς στερήσεις.

Οἱ μάχες, οἱ κινήσεις τῶν ῾Ελλήνων κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, ἡ διαγωγὴ καὶ συμπεριφορὰ τῶν ἀρχηγῶν, ἡ κατάντια καὶ ἡ ἐξαθλίωσι τῶν κατοίκων, οἱ καταστροφὲς τὸν συγκινοῦν βαθιά. Δοκιμάζει ἐνθουσιασμοὺς γιὰ τὶς νῖκες τῶν Ἑλλήνων καὶ θλῖψι γιὰ τὶς ἧττες.

Στὸ ἡμερολόγιό του, γραμμένο ἀπὸ τὸν ἴδιο, περιγράφει μὲ μεγάλη δύναμι τὶς χαρὲς καὶ τὶς συγκινήσεις του γιὰ τὴν συμμετοχή του στὴν ῾Ελληνικὴ ᾽Επανάστασι καὶ ὁμιλεῖ μὲ συμπάθεια καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν ῾Ελληνικὸ Λαό, ποὺ γιὰ χάρι του τόσα ὑπέφερε.

«Γρήγορα συνηθίζει κανείς, γράφει στὸ ἡμερολόγιό του, στὴν ζωὴ τοῦ ῞Ελληνα στρατιώτη. Εἶναι τώρα δυὸ μῆνες, ποὺ δὲν ἔβγαλα τὰ ροῦχά μου τὴν νύκτα. Γιὰ στρῶμα ἔχω τὸ πάτωμα καὶ γιὰ σκέπασμα μιὰ κουβέρτα. Καὶ ὅμως κοιμᾶμαι βαθιά, σὰν στὸ πουπουλένιο στρῶμα μὲ τὰ λινὰ σινδόνια.

Σὲ λίγο καιρὸ μπόρεσα νὰ παραβγῶ μὲ τοὺς βουνήσιους στρατιῶτες στὴν ἱκανότητα νὰ ὑποφέρω κούρασι, πεῖνα καὶ ἀγρυπνία. Μποροῦσα νὰ κουβαλῶ τὸ τουφέκι μου καὶ τὴν βαρειὰ ζώνη μὲ τὸ γιαταγάνι καὶ τὰ πιστόλια ὅλη τὴν ἡμέρα, σκαρφαλώνοντας στὶς κλεισοῦρες. Μποροῦσα νὰ τρώγω ξυνήθρες καὶ σαλιγκάρια ἢ νὰ μὴ φάγω τίποτε καὶ τὴν νύκτα νὰ ξαπλώνω κατὰ γῆς, τυλιγμένος μονάχα μὲ τὴ μαλλιαρὴ καπότα, καὶ νὰ κοιμᾶμαι σὰν ψόφιος.

Μοῦ ἤρεσε ὑπερβολικὰ ἡ ἔξαψι τοῦ πολέμου. Οἱ κίνδυνοι τοῦ ἔδιναν οὐσία. Ἤμουν πολὺ  εὐτυχισμένος, ὅσο μποροῦσαν νὰ μὲ κάμνουν τὰ νιᾶτα, ἡ ὑγεία, ὁ εὐγενὴς σκοπὸς τοῦ ἀγῶνος καὶ μιὰ πολὺ καθαρὴ συνείδησι. Δὲν ἐσκεπτόμουν ἄλλη δόξα παρὰ μονάχα τὴν ἐπιδοκιμασία τῶν γῦρό μου.

Εἶχα κοινὲς τὶς κακουχίες μὲ τὸν ῾Ελληνικὸν Λαὸν καὶ Στρατόν. ῎Ἔτσι ἐπέτυχα νὰ μ’ ἀγαποῦν οἱ χωρικοὶ καὶ στρατιῶτες. Εἶχα πολλοὺς φίλους ἀνάμεσα στοὺς ταπεινοὺς τῆς ζωῆς. Ὁ Θεὸς νὰ τοὺς βοηθῆ!

Μπορῶ νὰ εἰπῶ εἰλικρινὰ ὅτι εὑρῆκα τοὺς Ἕλληνας μὲ μεγάλα αἰσθήματα. Εἶναι τίμιοι καὶ δὲν ξεχνοῦν τὸ καλὸ ποὺ τοὺς κάνεις. Ἀξίζουν νὰ τοὺς ἔχης ἐμπιστοσύνη.

Δὲν ἐφόρεσα ἀκόμα τὴν ῾Ελληνικὴ ἐνδυμασία. ῎Εχω ἕνα ἀρκετὰ σεβάσμιο μουστάκι. Σιγὰ - σιγὰ ἀρχίζω νὰ μιλῶ τὴν ῾Ελληνικὴ γλῶσσα, μὰ εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολη».

Σὲ ἐπιστολὴ στὸν πατέρα του γράφει: «Οἱ ῞Ελληνες στρατιῶτες εἶναι κακοντυμένοι. Μὰ δὲν ἔχουν καὶ τροφές. Μισθὸ δὲν παίρνουν. Εἶναι ἀμαθεῖς. Ἕνας στοὺς εἴκοσι ξέρει νὰ διαβάζῃ ἤ νὰ γράφη. Ἀλλὰ εἶναι πολὺ ἔξυπνοι, ζωηροί, σὰν τὶς γίδες στὰ βουνά, καὶ ἀνδρεῖοι, ἂν τοὺς ἀφήσης νὰ πολεμήσουν μὲ τὸν δικό τους τρόπο, πυροβολῶντας πίσω ἀπὸ βράχους καὶ δένδρα. Οἱ ναῦτες μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τοὺς ναῦτες ὅλου τοῦ κόσμου. Πάντοτε νικοῦν τοὺς ἐχθροὺς στὶς ναυμαχίες. Ἔχω πλήρη ἐμπιστοσύνη στὴν ὑπεροχή τους».

Ὁ Χάου δὲν ἔκλεινε τὰ μάτια του στὰ σφάλματα, ποὺ ἐγίνονταν. Δυσανασχετοῦσε γιὰ κάθε ἀταξία, τὶς διχόνοιες, τὴν ἀδράνεια, τοὺς ἐγωϊσμούς. Γιὰ ὅλα ὅμως εὕρισκε ἐλαφρυντικὸ τὸν ξένο σκληρὸ ζυγό. Κάποτε ἐγράφηκαν ἀπὸ Ἀμερικανοὺς λόγια πικρὰ γιὰ σφάλματα στὸν ἀγῶνα καὶ γιὰ ἐλαττώματα, ποὺ εἶχαν Ἕλληνες καπεταναῖοι καὶ στρατιῶτες. Σ’ αὐτοὺς ὁ Χάου ἀπήντησε:

«Πρέπει ὅλοι τους νὰ σκεφθοῦν, πὼς γιὰ τετρακόσια χρόνια ἡ ῾Ελλὰς ἐπιεζόταν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τυραννίας πιὸ συντριπτικῆς καὶ ἀπὸ τὴν δουλεία τῶν Δυτικῶν Ἰνδιῶν. Καὶ ὅμως μπορῶ νὰ εἰπῶ, χωρὶς φόβο νὰ μὲ διαψεύσῃ κανείς, πὼς ὁ Νεοέλλην, παρ’ ὅλη τὴν δουλεία, εἶναι πιὸ ἐνάρετος καὶ ἀπὸ τὸ Σικελό, τὸν Ἱταλό, τὸν Ἱσπανὸ ἢ τὸν Ρῶσο καὶ πὼς ἔχει περισσότερη εὐφυία καὶ ἀντίληψι καὶ τὴν ἴδια ἱκανότητα, ποὺ ἔχει ὁ καθένας, ποὺ κατοικεῖ στὴν Εὐρώπη».

Ὁ Χάου ἐδοκίμασε μεγάλη εὐτυχία καὶ χαρά, γιατὶ ἡ ῾Ελλὰς τοῦ ἀνεγνώρισε τὶς ὑπηρεσίες του. Τὸ 1835 ἡ ῾Ελληνικὴ Κυβέρνησις τοῦ ἔδωσε τὸν Σταυρὸ τοῦ Σωτῆρος. Στὸ ἔγγραφο ποὺ ἔλαβε ὁ  Χάου μαζὶ μὲ τὸ παράσημο, ἀπήντησε μὲ ταπεινοφροσύνη:

«Οἱ πτωχὲς προσωπικὲς ὑπηρεσίες, ποὺ προσέφερα στὴν ῾Ελλάδα τὴ ζοφερήν της ὥρα, δὲν ἦταν τέτοιες, ποὺ νὰ ἀξίζουν ἀνταμοιβή. Ἀρκετὴ ἀμοιβὴ μοῦ ἦταν ἡ ἱκανοποίησι, ὅτι μπόρεσα νὰ δώσω κάτι στὴν Ἰδέα τῆς Ἐλευθερίας καὶ τῆς Φιλανθρωπίας. Ἄν δὲν εἶχα τὴν ἱκανότητα, εἶχα τὴν διάθεσι νὰ ὑπηρετήσω στὴν ὑπόθεσι τῆς ῾Ελλάδος. Ἀπὸ κοινοῦ μὲ τοὺς συμπατριῶτές μου ἐδοκίμασα μεγάλο ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὸν ἱερὸ σκοπό της. Καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς ἐμεγάλωσε μὲ τὴν παραμονή μου στὴν κλασσικὴ γῆ καὶ τὴν γνωριμία μου μὲ τοὺς ζωντανούς της πατριῶτες».

«Ἀμερικανοὶ Φιλέλληνες» Θάνος Βαγενᾶς - Εὐρυδ. Δημητρακοπούλου
(Κατὰ διασκευὴν Θ. Παρασκευοπούλου)

Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΣΤ' Δημοτικού 1955

1. Δυὸ μεγάλοι Τοῦρκοι στρατηγοὶ μὲ πολυάριθμο στρατὸ μῆνες πολιορκοῦσαν τὸ Μεσολόγγι.

Μὰ ἡ ἱερὴ πόλη τῆς πατρίδας μας ἄντεχε. Οἱ ῞Ελληνες ἦταν παλικάρια, ὁ ἓνας καλύτερος ἀπὸ τὸν ἄλλο.  Πολεμοῦσαν νύχτα μέρα μὲ μιὰ μόνο σκέψη, τὴν Πατρίδα μας. Οἱ γυναῖκες φρόντιζαν τοὺς λαβωμένους καὶ  τοὺς ἀρρώστους κι ἑτοίμαζαν ψωμὶ γιὰ τὰ παιδιά τους καὶ τοὺς ἄντρες τους. Πολλὲς κρατοῦσαν καὶ τουφέκι  στοὺς προμαχῶνες, γιὰ νὰ ξεκουράζουν τοὺς δικούς τους.

Τὰ παιδιὰ κουβαλοῦσαν νερὸ καὶ ψωμὶ στὸ κάστρο, ἔφτιαχναν φυσέκια μὲ χαρτὶ καὶ βοηθοῦσαν σὲ ὅ,τι μποροῦσαν. Κι ὅταν ἀπὸ τὸ πολὺ τὸ κανονίδι ἄνοιγε σὲ κάποιο μέρος τὸ κάστρο καὶ μποροῦσε ἀπὸ κεῖ νὰ  ὁρμήσουν οἱ Ἀρβανίτες μέσα, ἔτρεχαν γυναῖκες καὶ παιδιὰ καὶ κουβαλοῦσαν καλάμια καὶ ξύλα ἀπὸ τὰ  γκρεμισμένα σπίτια τους καὶ πέτρες καὶ πλίθρες κι ὅ,τι ἔβρισκε ὁ καθένας κι ἔκλειναν τὸ ἄνοιγμα. Καὶ πάλι ὅταν δὲν εἶχαν δουλειὰ τὰ παιδιά, μαζεύονταν σὲ κάποια ἐκεῖ ἁπλοχωριὰ κι ἔπαιζαν. Στὴ φωτιὰ καὶ στὸν πόλεμο  ποὺ ζοῦσαν, τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ πολέμου παιγνίδια ἔπαιζαν. Μάζευαν σφαῖρες μολυβένιες, σκόρπιες σ’ ὅλο τὸ Μεσολόγγι καὶ τὶς ἔλιωναν στὴ φωτιὰ καὶ τὶς ἔχυναν σὲ καλούπια χωματένια, καμωμένα ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ παιδιὰ  πολὺ ἐπιδέξια.

῎Ετσι ἔκαναν μικρὰ κανονάκια μολυβένια, τὰ ἔστηναν ἐπάνω σὲ χωματένια κάστρα, ἀντίκρυ τόνα στ’ ἄλλο κι ἔπαιζαν ψευτοπόλεμο. Κι οἱ γέροι πολεμιστές, παλιοὶ ἀρματολοὶ καὶ κλέφτες, περνώντας ἀπὸ κεῖ, γιὰ νὰ πᾶνε στὸ ἀληθινὸ τὸ κάστρο καὶ στὸν ἀληθινὸ τὸν πόλεμο, κοντόστεκαν λίγο, γιὰ νὰ δοῦν καὶ τὸν παιδιάτικο πόλεμο
καὶ νὰ καμαρώσουν τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγονάκια τους - δικά τους ἢ ξένα. Καὶ τὰ ὁδηγοῦσαν καμιὰ φορὰ ἢ  ώναζαν σὲ ὅσους κόντευαν νὰ χάσουν τὸ παιγνίδι:

-᾽Εμπρὸς καὶ σᾶς πῆραν οἱ ἄλλοι ἀπὸ πέρα!

alis

2. Στὴν ἴδια ἐκεῖ ἁπλοχωριὰ ποὺ ἔπαιζαν τὰ παιδιά, εἶχε τὸ κατοικιό του κι ἕνας σκύλος, ἓνας μεγαλόσωμος  μαῦρος, μαλλιαρὸς μαντρόσκυλος, ποὺ τὸν φώναζαν Ἀλή. Ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι, προπάντων οἱ μικροὶ, ποὺ τὸν εἶχαν καθημερινὴ συντροφιά, τὸν ἤξεραν τὸν Ἀλή.

Μὰ ὁ Ἀλὴς ἔγινε ξακουστὸς ἀπὸ τὴν ἀκόλουθη ἱστορία.

Ἕνα ἀπογευματάκι τὰ παιδιά, μαζεμένα στὸ συνηθισμένο τους μέρος, ἔπαιζαν ὅπως πάντα καὶ γέμιζαν τὸν ἀέρα  μὲ φωνὲς καὶ γέλια. ᾽Εκεῖ ποὺ ἔπαιζαν, νὰ κι ἔρχεται σφυρίζοντας καὶ πέφτει μιὰ σιδερόμπαλα κανονιοῦ στὴ μέση! ῏Ηταν μεγάλη σὰ μικροῦ παιδιοῦ κεφάλι κι ἀπὸ μιὰ τρύπα της πρόβαινε τὸ ἀναμμένο φυτίλι, ποὺ θὰ ἔδινε φωτιὰ  στὸ μπαρούτι μέσα καὶ θὰ ἔκανε τὴ σφαῖρα νὰ σκάση, νὰ σκορπιστῆ σὲ χίλια κομμάτια, σκορπίζοντας μαζὶ καὶ τὸ θάνατο.

Τὴν ἴδια στιγμή, πρὶν τὰ παιδιὰ προφτάσουν νὰ κινηθοῦν ἀπὸ τὸν τόπο τους, ὁ Ἀλὴς πετιέται ἐπάνω γαβγίζοντας καὶ μ’ ἕνα πήδημα ἁρπάζει τὴ μπάλα μὲ τὰ δόντια του. Μὰ ἡ μπάλα ἦταν μεγαλούτσικη καὶ τὰ δόντια τοῦ  σκύλου γλίστρησαν τρίζοντας ἐπάνω στὸ σίδερο καὶ καθὼς κλείστηκαν μὲ ὁρμὴ οἱ μασέλες του, βρέθηκε σφιχτὰ δαγκωμένο τὸ ἀναμμένο φυτίλι. Ὁ σκύλος τίναξε τὸ κεφάλι, καθὼς ἔνιωσε τὴ φωτιὰ στὸ στόμα του καὶ βγῆκε τὸ φυτίλι ἀπὸ τὴ θέση του. Ἔτσι δὲν πρόφτασε νὰ πάρη ἡ μπάλα φωτιά.

῾Ο Ἀλὴς ἔπειτα τὴ μύρισε μιὰ δυὸ φορές, κούνησε τὴν οὐρά του στὰ παιδιά, ποὺ τοῦ φώναζαν καὶ τὸν  χάιδευαν, γιατὶ τοὺς εἶχε σώσει, καὶ ξαναπῆγε καὶ κουλουριάστηκε στὴ θέση του.

Μέρες ἔπειτα εἶχε νὰ κάνη τὸ Μεσολόγγι μὲ τοῦ Ἀλῆ τὸ κατόρθωμα. Κι ὅταν ἀργότερα ἦρθαν οἱ κακὲς μέρες τῆς μεγάλης πείνας κι οἱ πολιορκημένοι ἔφαγαν ὅ,τι μποροῦσε νὰ φαγωθῆ, καὶ τὰ γατιὰ καὶ τὰ σκυλιά τους, τὸν Ἀλὴ ὄχι, δὲν τὸν πείραξε κανείς. ῎Εζησε μαζί τους καὶ γλίτωσε μαζὶ μὲ πολλὰ παιδιά, ὅταν μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι ἔγινε ἡ
ἀλησμόνητη ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου.

Πηγή : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946

rigas feraios

Τί ὡραῖα ποὺ εἶναι σήμερα στολισμένο τὸ σχολεῖο!

Ἡ εἴσοδός του στεφανωμένη γῦρο - γῦρο μὲ μυρτιὲς καὶ δάφνες καὶ μιὰ μεγάλη γαλανόλευκη σημαία ὑπερήφανα  κυματίζει στὴν κορυφή.

Μέσα ἡ μεγάλη αἴθουσα καταστόλιστη ἀπὸ πρασινάδες καὶ πολλὲς - πολλὲς σημαιοῦλες.

Στοὺς τοίχους κρέμονται οἱ εἰκόνες τῶν ἡρώων μας. Ὅλοι στεφανωμένοι μὲ μυρτιὲς καὶ δάφνες.

Στὸ βάθος τῆς αἴθουσας εἶναι σηκωμένο ἕνα πλατὺ βάθρο. Ἀριστερὰ καὶ δεξιά του κρέμονται ἁπλωμένες στὸν τοῖχο δυὸ  μεγάλες γαλανόλευκες.

Ἐπάνω σ’ αὐτὸ τὸ βάθρο θ’ ἀνέβουν ἕνα - ἕνα τὰ παιδιὰ νὰ ἀπαγγείλουν τὰ ποιήματά των.

Ἐκεῖ θὰ γίνῃ καὶ ἡ μικρὴ παράστασις ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ μιλήσῃ καὶ ὁ Διευθυντὴς τοῦ σχολείου.

Τέλος ἦλθε ἡ ὥρα ν’ ἀρχίσῃ ἡ ἑορτή.

Ὁ κόσμος ἔχει μαζευθῆ. Τὰ παιδιὰ φοροῦν τὶς ὡραῖες φορεσιές των καὶ κρατοῦν ὅλα στὸ χέρι ἀπὸ μιὰ σημαιούλα.

Ὁ Κωστάκης καὶ ἡ Ἑλενίτσα καμαρώνουν τὶς στολές των.

Οἱ γονεῖς των, καθισμένοι στὰ μπροστινὰ καθίσματα, περιμένουν νὰ τὰ ἰδοῦν στὴν παράστασι.

Ὁ Διευθυντὴς ἀνεβαίνει στὸ βάθρο καὶ λέγει:

«Ἀγαπητά μου παιδιά, Σήμερα ἔχει μεγάλη ἑορτὴ τὸ Ἔθνος μας. Μιὰ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, γιατὶ σὰν σήμερα ὁ ἄγγελος εἰδοποίησε τὴν Παναγία, ὅτι θὰ γεννήσῃ τὸ Χριστό μας. Καὶ ἄλλη, γιατὶ σὰν σήμερα τὸ 182Ι ἐσηκώθηκαν οἱ σκλαβωμένοι  πρόγονοί μας καὶ ἐκτύπησαν τοὺς τυράννους. Δέκα χρόνια ἐπολέμησαν σκληρά, ἔχυσαν τὸ αἶμά των, ἐθυσιάσθηκαν, γιὰ  νὰ μπορέσουν νὰ δώσουν στὸ Ἔθνος μας τὴν ἐλευθερία του καὶ νὰ φυλάξουν τὴν πίστι του. Δὲν πρέπει νὰ ξεχάσωμε  ποτὲ τὴ θυσία των καὶ δὲν πρέπει νὰ παύσωμε ποτὲ νὰ λατρεύωμε καὶ μεῖς τὴν Ἐλευθερία καὶ γι’ αὐτὴν νὰ θυσιαζώμεθα.  Γιατί μόνον ἔτσι ἡ Πατρίδα μας θὰ ζῇ καὶ θὰ ὑπερηφανεύεται γιὰ τὰ παιδιά της. Τώρα λοιπὸν ἄς ἑορτάσωμε τὴ μεγάλη αὐτὴ ἡμέρα, ὅπως ἀξίζει καὶ ἂς φωνάξωμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά:

― Ζήτω ἡ Πατρίδα μας!»

― Ζήτω! ἐφώναξαν ὅλοι μὲ μιὰ φωνή.

Ἕπειτα τὰ παιδιὰ ἄρχισαν νὰ τραγουδοῦν τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο. Ὅλοι ἐσηκώθηκαν ὄρθιοι καὶ ἐτραγούδησαν μαζὶ τὸν  συγκινητικὸ Ὕμνο τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητοῦ Σολωμοῦ:

Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι,
ποὺ μὲ βιὰ μετράει τὴ γῆ.

Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερὰ
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Μετὰ τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο ἄρχισαν οἱ ἀπαγγελίες. Τὰ περισσότερα παιδιὰ ἀνέβηκαν ἕνα - ἕνα μὲ τὴ σειρὰ στὸ βάθρο καὶ  εἶπαν τὸ ποίημα, ποὺ εἶχαν μάθει. Κάθε φορά, ποὺ ἐτελείωνε τὸ καθένα, οἱ ἄλλοι ἐχειροκροτοῦσαν καὶ ἐφώναζαν: «Εὖγε!, εὖγε!»

Τέλος ἔγινε καὶ ἡ παράστασις. Ὁ Κωστάκης καὶ ἡ Ἑλενίτσα μὲ τὶς ὡραῖες στολές των ἔκαμαν σὲ ὅλους εὐχάριστη  ἐντύπωσι. Καὶ τί ὡραῖα ποὺ ἔπαιζαν τὸ μέρος των! Ὅλοι τοὺς ἐχειροκρότησαν στὸ τέλος καὶ οἱ γονεῖς των τ’ ἀγκάλιασαν  καὶ τὰ ἐφίλησαν.

Ἔπειτα εἶπαν καὶ ἄλλα τραγούδια καὶ στὸ τέλος ἔκλεισαν τὴν ὡραία ἑορτὴ μὲ ἕνα ὡραῖο Ἑλληνικὸ χορὸ.

Πηγή : Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού 1955

tsolias-salpiktis

Τὸ ἡμερολὸγιο γράφει σήμερα:
24 ΜΑΡΤΙΟΥ


Δυὸ μεγάλες γιορτὲς εἶναι αὔριο. Τὰ παιδιὰ στολίζουν τὸ σχολεῖο με μυρτιές, μὲ δάφνες, μὲ σημαῖες, μὲ εἰκόνες!

Στὴ μέση τοῦ τοίχου, ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἕδρα τοῦ δασκάλου, εἶναι μιὰ ὡραία εἰκὸνα τῆς Παναγίας.

Τὰ παιδιὰ τὴν παρατηροῦν μέ προσοχή: Ἡ Παναγία σταυρώνει τὰ χέρια καὶ κλίνει τὸ κεφάλι· ἀπέναντι ἕνας ἄγγελος, μὲ τὶς φτεροῦγες του  κλεισμένες, μιλεῖ μὲ πολὺ σεβασμὸ στὴν Παναγία!

Τὰ παιδιὰ δίνουν ἐξαιρετικὴ προσοχὴ στὴν εἰκόνα αὐτή. Κι ὁ δάσκαλος τοὺς διηγήθηκε τὴν ἱστορία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.

Τὰ παιδιὰ ἀποφάσισαν νὰ σχεδιάσουν ἐπάνω σὲ γαλάζιο χαρτί, μὲ κεφαλαῖα γράμματα, τὰ λόγια, ποὺ εἶπε ὁ Ἄγγελος στὴν Παναγία:

ΧΑΙΡΕ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ!

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΕΤΑ ΣΟΥ!

῎Επειτα νὰ τὰ κόψουν μὲ τὰ ψαλιδάκια τους, νὰ τὰ κολλήσουν μὲ γόμα ἐπάνω σὲ λευκὸ χοντρὸ χαρτὶ καὶ νὰ τὰ τοποθετήσουν κάτω ἀπὸ τὴν  εἰκὸνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.

Τὸ ἔκαμαν· κι ἐφαίνονταν ὡραῖα τὰ γαλάζια γράμματα ἐπάνω στὸ λευκὸ χαρτόνι.

Κάτω - κάτω σὲ μιὰ εἰκόνα εἶναι γραμμένο:

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
σὲ ἄλλη: ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
ἄλλη γράφει: ΓΕΡΜΑΝΟΣ
ἄλλη: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ
ἄλλη: Ο ΔΙΑΚΟΣ
ἄλλη: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ
ἄλλη: ΑΛΒΑΝΙΑ - ΠΙΝΔΟΣ
ἄλλη: ΟΧΥΡΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Πολλὰ παιδιὰ ξαίρουν κάτι ἀπὸ τὸ σπίτι τους καὶ μποροῦν νὰ εἰποῦν δυὸ λὸγια γιὰ τὸν Κολοκοτρώνη καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ἥρωες.

Ὁ δάσκαλος τοὺς τὰ ἐξήγησε ὅλα· τοὺς εἶπε πόσο ἀγωνίστηκαν οἱ ἥρωες τοῦ 21 γιὰ τὴν ἐλευθεριά μας! τοὺς εἶπε ἀκόμη, πὼς κι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐπολεμησε πολλὲς φορὲς στὸ πλευρὸ τοῦ Βασιλιᾶ, γιὰ νὰ μεγαλώση ἡ ῾Ελλάδα μας.

Τὰ μεγάλα παιδιὰ ἔκαμαν σημαιοῦλες καὶ ἐθνόσημα μὲ χαρτιὰ ἄσπρα καὶ γαλάζια!

῎Εστειλαν καὶ σ’ ὅλα τὰ παιδάκια τῆς Δευτέρας τάξεως ἀπὸ μιὰ σημαία. ᾽Εθνόσημα ἔκαμαν μόνα τους τὰ παιδιὰ τῆς Δευτέρας κι ἔστειλαν καὶ στὰ  μικρά τῆς Πρώτης.

Τὸ ἀπόγευμα ἔγινε ἐπίσημη γιορτὴ στὸ σχολεῖο. Τὰ μεγάλα παιδιὰ εἶπαν ποιήματα κι ἔβγαλαν λόγους. ῎Επαιξαν κι ἑνα πατριωτικὸ δραματάκι.

῞Ενα παιδάκι ἀπὸ τὴ Δευτέρα τάξη εἶπε τὸ ποίημα:

Σὲ κάθε τῆς Ἑλλάδος μας μεριά,
ἡ γαλανὴ σημαία κυματίζει.
Στὴ θάλασσα καὶ σ’ ὅλη τὴ στεριά,
ἡ θεία τῶν προγόνων λευτεριὰ


τὴ δὸξα στὰ παιδιά μας τὴ χαρίζει.
Στὰ κάστρα στὰ βουνὰ καὶ στὰ χωριά,
κάθ’ Ἕλληνας μὲ πόθο ξεστομίζει:
«Ζήτω ἡ Ἑλλάδα, ζήτω ἡ λευτεριά!»


Ι. Πολέμης

Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1949

androutsos

Ἀγαπητοί μου Γαλαξιδιῶται,

Ἦτο θέλημα Θεοῦ νὰ ἁρπάσωμεν τὰ ὅπλα μίαν ἡμέραν καὶ νὰ ριφθῶμεν κατὰ τῶν τυράννων μας.

Τί τὴν θέλομεν, ἀδελφοί μου, τὴν πολυπικραμένην ζωὴν τοῦ δούλου; Δὲν βλέπετε, ὅτι δὲν μᾶς ἀπέμεινε τίποτε; Καὶ αὐταὶ αἱ ἐκκλησίαι μας  ἔγιναν τζαμιὰ καὶ στάβλοι τῶν Τούρκων. Δὲν εἶναι πρέπον νὰ σταυρώσωμεν τὰς χεῖρας. Ἄς ἐρωτήσωμεν τὴν καρδίαν μας καὶ ὅ,τι  ἀποφασίσωμεν, νὰ τὸ βάλωμεν ἐμπρὸς σύντομα. Ἄν βραδύνωμεν, θὰ μετανοήσωμεν καὶ τότε ἄδικα θὰ κτυπῶμεν τὴν κεφαλὴν μας.

Τὴν ἐποχὴν αὐτὴν ἡ Τουρκία εἶναι ἀπησχολημένη εἰς πολέμους. Ἄς ὠφεληθῶμεν ἀπὸ τὴν περίστασιν αὐτήν, τὴν ὁποίαν μᾶς ἔστειλεν ὁ Θεὸς  εἰσακούων τα δίκαια παράπονά μας.

Εἰς τὰ ὅπλα, ἀδελφοί! Ἤ νὰ ἐλευθερωθῶμεν ἦ νὰ ἀποθάνωμεν ὅλοι. Καλύτερον θάνατον δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐπιθυμήσῃ Ἕλλην καὶ χριστιανός. Ἐγώ, καθὼς γνωρίζετε, ἠμπορῶ νὰ ζήσω λαμπρὰ μὲ πλούτη καὶ τιμὰς καὶ δόξαν. Ὅ,τι καὶ ἂν ζητήσω, οἱ Τοῦρκοι προθύμως θὰ μοῦ τὸ  δώσουν, διότι φοβοῦνται τὸ σπαθὶ τοῦ Ἀνδρούτσου. Ἀλλὰ σᾶς λέγω τὴν ἀλήθειαν, ἀδελφοί μου, δὲν θέλω νὰ καλοπερνῶ ἐγὼ καὶ τὸ Γένος  μου νὰ ὑποφέρῃ εἰς τὴν δουλείαν.

Ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον μοῦ γράφουν, ὅτι εἶναι ὅλοι ἓτοιμοι μὲ τὰ παλικάρια των. Θέλω ὅμως νὰ εἶμαι βέβαιος, ὅτι θὰ μὲ ἀκολουθήσετε. Ἄν  κάμετε σεῖς ἀρχὴν ἀπὸ τὸ ἕν μέρος καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ ἄλλο, θὰ σηκωθῇ ὅλη ἡ Ρούμελη.

Περιμένω ἀπάντησιν μὲ τὸν κομιστὴν τῆς ἐπιστολῆς μου.

Τὴν μπαρούτην καὶ τὰ βόλια τὰ ἔλαβα καὶ τὰ ἐμοίρασα.

22 Μαρτίου 1821

Σᾶς χαιρετῶ καὶ σᾶς γλυκοφιλῶ
Ὁ ἀγαπητός σας
Ὀδυσσεὺς Ἀνδροῦτσος

Πηγή : Αναγνωστικό ΣΤ΄Δημοτικού 1943