ταν χειμωνιάτικο βράδυ. Ὁ ἀέρας εἶχε πέσει καὶ στὸ περιβόλι ἐβασίλευεν ἡσυχία. Ὡστόσο ὁ οὐρανὸς ἦταν σκεπασμένος ἀπὸ στακτιὰ μαῦρα σύννεφα.

Ἔξαφνα ἄρχισαν νὰ πέφτουν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κάτι μικρὲς πεταλουδίτσες. Ἦσαν νιφάδες χιονιοῦ. Καὶ ἔπεφταν  τόσο μαλακά, τόσο ἁπαλὰ ἡ μιὰ κατόπι στὴν ἄλλη οἰ πελουδίτσες αὐτες, ποὺ δὲν ἀκούονταν καθόλου. Οἰ  μικρότερες μάλιστα ἐχόρευαν στὸν ἀέρα ὡσὰν τρελλές. Σιμώνοντας ὅμως ἐλαφρὰ - ἐλαφρὰ τοὺς κοιμισμένους  θάμνους καὶ τὰ δένδρα, τὰ ἐστόλιζαν μὲ πολὺ γοῦστο. Δὲν ἐξεχνοῦσαν οὔτε τὸ παραμικρὸ κλαδάκι.

xionismeno spiti

Κι ἔπεφταν κι ὅλο ἔπεφταν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ χιλιάδες, ἑκατομμύρια πεταλουδίτσες καὶ ἄφηναν στὴ γῆ τὰ φορεματάκια των, ποὺ ἔμοιαζαν σὰν ἀστρουλάκια. Ἔτσι ἐφόρεσαν καὶ τῆς κληματαριᾶς ἕνα ζεστὸ ἐπανωφόρι  καὶ τὴ χλόρη τὴν ἐσκέπασαν μ’ ἕνα πάπλωμα ἀφρᾶτο, πουπουλένιο.

Τὸ ἴδιο ἔκαμαν καὶ στὰ κάγκελλα καὶ σὲ ὅλα τὰ πράγματα τοῦ περιβολιοῦ. Στὸ καθένα ἔβαλαν ἀπὸ μιὰ  σκούφια. Μὰ στὴ βία τους ἐπάνω ἔκαμαν καὶ μερικὰ στραβά. Ἄλλα ἐπῆραν μεγάλες σκούφιες καὶ ἔβλεπες νὰ  τοὺς κατεβαίνουν ὣς τ’ αὐτιά. Ἄλλα πάλι ἐπῆραν μικρότερες καὶ τοὺς ἐστέκονταν στὴν κορυφή. Μερικὲς  ἐμπῆκαν στραβά. Μὰ ῟τί ἔχει νὰ κάμῃ; Φθάνει ποὺ ἐπῆραν ὅλα τὸ δῶρό τους ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Κανένα δὲν ἔμεινε παραπονεμένο.

Τὴν ἄλλη μέρα τὸ περιβόλι ἦταν ἀγνώριστο. Μὰ τὶ ξάφνισμα ἦταν ἐκεῖνο, τί χαρά, τὶ πανηγύρι σὰν  ἐξύπνησαν ὅλα καὶ εἶδαν τὰ λευκά τους δῶρα. Οἱ θάμνοι δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ κινηθοῦν, μήπως καὶ τοὺς πέσουν τὰ ὄμορφα στολίδια.

Ἡ χλόη ἦταν πολὺ εὐχαριστημένη μὲ τὸ ἀφρᾶτο, τὸ ἁπαλὸ της πάπλωμα. Ἡ γριὰ κληματαριά, ποὺ ἄλλοτε  ἐξυπνοῦσε πρώτη ἀπ’ ὅλους, σήμερα ἐξύπνησε τελευταία. Τόσο γλυκὰ ἐκοιμήθηκε κάτω ἀπὸ τὸ ζεστό της  ἐπανωφόρι. Ἀπ’ ὅλα ὅμως πιὸ πολὺ ἐχάρηκαν τὰ κάγκελλα τοῦ φράκτη.

-Θὰ μᾶς τ’ ἀφήσουν ἆράγε γιὰ πάντα τὰ ὄμορφα αὐτὰ σκουφιά; ἐρωτοῦσαν.

Ἀλλὰ δὲν ἐπρόφθασαν καλὰ - καλὰ νὰ χαροῦν τὰ δῶρά τους, ὅταν ἔξαφνα ἀκούσθηκαν κάτι φωνὲς  χαρούμενες καὶ σὲ λίγο τὸ περιβόλι ἐγέμισεν ἀπὸ παιδιά.

Θεέ μου! τί τρέλλες ἦσαν ἐκεῖνες, σὰν ἀντίκρυσαν τὸ ἁπαλό, τὸ κατάλευκο χιόνι! Ἄλλα κυλιόνταν χάμω καὶ  ἄλλα πάλι κυνηγιόνταν μὲ τὶς φοῦκτες γεμᾶτες χιόνι.

Σὲ λίγο ἄναψε καὶ ὁ χιονοπόλεμος. Πώ, πώ! τὶ κακὸ ἦταν ἐκεῖνο! Δὲν ἔμεινε στολίδι γιὰ στολίδι στὰ χαμόδενδρα. Ἀκόμη καὶ στὰ ὑψηλὰ δένδρα ἔφθαναν οἱ μπάλες. Πᾶνε καὶ οἱ σκούφιες, ποὺ ἐφοροῦσαν τὰ κάγκελα, πάει καὶ  τὸ ἐπανωφόρι τῆς κληματαριᾶς. Σωστὴ καταστροφή! Τὰ παιδιὰ ὅμως ἦσαν ἐνθουσιασμένα. Κατακόκκινα τὰ μάγουλά τους καὶ τὰ μάτια τους, ἄστραπταν ἀπὸ χαρά.

Πηγή : Αναγνωστικό Δ΄Δημοτικού 1959

Ὁ δάσκαλος ἐξήγησε σήμερα στὰ παιδιά, γιατι οἱ ἡμέρες τῆς καλοκαιρίας τοῦ Ἰανουαρίου λέγονται «Ἀλκυονίδες ἡμέρες».

— Ἀλκυών, εἶπε, εἶναι ἕνα πουλί,ποὺ ὁ κόσμος τὸ λέγει ψαροπούλι ἢ θαλασσοπούλι. Ἐρχεται στὴν Ἑλλάδα στὶς ἀρχὲς τοῦ Σεπτεμβρίου καὶ φεύγει στὸ τέλος τοῦ Μαρτίου.

Ἀλκυονίδες ἡμέρες λέγονται οἱ ζεστὲς ἡμέρες τοῦ Ἰανουαρίου, ποὺ ὁ κόσμος τὶς λέγει «Μέρες τῶν Πουλιῶν», δηλαδὴ τὶς δίνει τὶς ζεστὲς αὐτὲς ἡμέρες ὁ καλὸς Θεὸς γιὰ νὰ ἑτοιμάσουν τὰ ψαροπούλια τὶς φωλιές τους.

Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἐξηγοῦσαν τὶς ζεστὲς αὔτὲς ἡμέρες μὲ τὸν ἀκόλουθο μῦθο:

Ὁ Αἴολος, ὁ θεὸς τῶν ἀνέμων, εἶχε, κατὰ τὴ μυθολογία, θυγατέρα τὴν Ἀλκυόνη.

Ἐπειδὴ ὅμως κάποτε ἡ Ἀλκυόνη ἔδειξε ἀσέβεια πρὸς τὸν Δία, μεταμορφώθηκε σὲ πουλὶ καὶ καταδικάσθηκε νὰ μὴν κλωσσᾷ τὴν ἄνοιξι τὰ αὐγά της, ὅπως ὅλα τὰ πουλιά, ἀλλὰ τὸν χειμῶνα.

Ἐπειδὴ ὅμως γεννάει τὰ αὐγά της στὶς ὄχθες τῶν ποταμῶν καὶ στοὺς βράχους τῆς θάλασσας καὶ οἱ χειμωνιάτικες παγωνιὲς καὶ τὰ ἀγριεμμένα κύματα ἐμπόδιζαν τὸ κλώσσημα καὶ τὸ μεγάλωμα τῶν πουλιῶν της, ἔκλαιε γιὰ τὴ συμφορά της καὶ παρακαλοῦσε τὸν Δία νὰ τὴ συγχωρήσῃ. Ἐκεῖνος τὴν ἐλυπήθηκε καὶ τῆς ἐχάρισε στὰ μέσα τοῦ χειμώνα δέκα τέσσερες καλὲς ἡμέρες, γιὰ νὰ κλωσσᾷ τὰ αὐγά της.

 

Πηγή : Αναγνωστικό Γ΄Δημοτικού 1955

Ὁ χειμῶνας ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Δεκέμβριο καὶ τελειώνει στὸ τέλος τοῦ Φεβρουαρίου.

Τὸν χειμῶνα τὰ κιτρινισμένα φύλλα τῶν δένδρων ἔχουν πέσει καὶ τὸ δυνατὸ κρύο παγώνει καὶ κοκκινίζει τ’ αὐτιὰ καὶ τὶς μύτες μας Ὁ ἀέρας φυσᾷ δυνατὸς καὶ λυγίζει τὰ δένδρα μὲ τὸ φύσημά του. Τὰ γέρικα δένδρα τοῦ δάσους δὲν ἀντέχουν στὸ πολὺ φύοημα καὶ κάπου - κάπου ξαπλώνονται στὸ χῶμα. Ἐκεῖ τὸ καλοκαίρι θὰ ξηρανθοῦν καὶ θὰ γίνουν καυσόξυλα.

Ἄλλα θὰ τὰ κάμουν κάρβουνα οἱ καρβουνιάρηδες οτὰ καμίνια.

Τὰ ξύλα στὶς σόμπες ἢ στὸ τζάκι μας καὶ τὰ κάρβουνα στὸ μαγκάλι μᾶς χαρίζουν τὴ ζεστασιὰ τὶς κρύες ἡμέρες καὶ τὶς ἀτελείωτες νύκτες τοῦ χειμώνα.

Ὁ βοριᾶς φυσᾷ πολὺ συχνὰ καὶ πολλὲς φορὲς παγώνει τ’ ἀρνάκια. Συχνὰ οἱ λευκὲς πεταλουδί- τσες τοῦ χιονιοῦ σκεπάζουν ἀθόρυβα τὴ γῆ καὶ ὅλα γῦρό μας γίνονται κάτασπρα.

Ἄς χιονίζῃ ὅμως καὶ ἂς φυσᾷ ὁ βοριᾶς ὅσο θέλει. Οἱ ἄνθρωποι φοροῦν τὰ μάλλινα ροῦχά των. Μὲ τὸ μαλλί, ποὺ μᾶς ἐχάρισαν τὰ ἀθῷα προβατάκια, ἐκάναμε φανέλλες καὶ ἄλλα μάλλινα ροῦχα.

Τὰ πορτοκάλλια εἶναι τὸ χειμῶνα στὶς δόξες τους καὶ τὸ μάζεμμα τῶν ἐλιῶν συνεχίζεται.

Κατὰ τὰ μέσα τοῦ Ἰανουαρίου γίνεται μιὰ καλοκαιρία, ποὺ κρατεῖ ὀλίγες ἡμέρες. Οἱ ἡμέρες, αὐτὲς λέγονται «Ἀλκυονίδες ἡμέρες».

Πηγή : Αναγνωστικό Γ΄Δημοτικού 1955