anemomilos

Κάποια ἡμέρα ἦλθε στὸ αὐλάκι νὰ παίξη καὶ ὁ Θᾶνος. Ἐπροσπάθησε νὰ κάμῃ ἕνα μύλο, ποὺ νὰ γυρίζῃ μὲ νερό, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐκατάφερε.

- Τότε θὰ κάμω κάτι ἄλλο ἐσκέφθηκεν ὁ Θᾶνος:

Τὰ παιδιὰ βλέπουν πὼς ἐργάζεται καὶ τὸν ρωτοῦν:

- Τί κτίζεις, Θᾶνο;

- Κτίζω μύλο, Θὰ φέρνετε ν’ ἀλέθετε γεννήματα. Σιτάρι, βρίζα, ἀραποσίτι, ὅ,τι θέλετε. Στὸ μύλο μου θὰ ἔχω περιστέρια, πάπιες,, ὄρνιθες κι ἕνα μεγάλο γουρούνι. Ἔτσι δὲν ἔχουν ὅλοι οἱ μυλωνᾶδες;

- Καὶ πῶς θὰ ἀλέθῃ ὁ μύλος σου; ἐρωτᾷ ὁ Νικολός. Θὰ τὸν κάμῃς νερόμυλο;

- Ὄχι. Δὲν θὰ τὸν κάμω νερόμυλο. Θὰ γυρίζῃ μὲ ἀέρα. Θὰ τὸν κάμω ἀνεμόμυλο, εἶπεν ὁ Θᾶνος. Δὲν βλέπετε, πὼς τὸν κτίζω σὲ ψήλωμα; Ἄν θέλετε, ἐλᾶτε νὰ μὲ βοηθήσετε νὰ τὸν τελειώσωμε γρήγορα. Τὰ παιδιὰ ἐδέχθηκαν. Ἄλλα κουβαλοῦν πλακίτσες, ἄλλα ἄμμο, ἄλλα ξύλα. Ὡς καὶ ἡ Σταυρούλα ἐβοήθησε. Αὐτὴ ἦταν ἕνα μικρὸ κοριτσάκι.  Ἐκουβαλοῦσε μ’ ἕνα τενεκεδάκι νερό, γιὰ νὰ κάμουν λάσπη.

Μὲ τὴν βοήθεια ὅλων τῶν παιδιῶν ὁ μύλος δὲν ἄργησε νὰ κτισθῇ. Ὁ Θᾶνος, σὰν πρωτομάστορας, τὸν ἔκανε πολὺ τεχνικό. Δὲν τοῦ ἔλειπε τίποτε. Εἶχε τὴν θύρα του, τὰ παράθυρα καὶ μιὰ μικρὴ ξύλινη ροδίτσα, γιὰ νὰ γυρίζῃ, ὅταν φυσᾷ ἀέρας.

Στὴν κορφὴ τῆς σκεπαστῆς ἔμπηξε μιὰ μικρὴ Ἑλληνικὴ σημαία.

- Νὰ φαίνεται, πὼς εἶναι μύλος Ἑλληνικός, εἶπεν ὁ Θᾶνος.

Τί χαρὰ ποὺ ἐδοκίμασαν τὰ παιδιά, σὰν τὸν εἶδαν τελειωμένο!

- Νὰ μᾶς ζήσῃς, Θᾶνε, ἐφώναζαν.

- Ἄν μὲ ἀφήνατε μόνο, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ τὸν τελειώσω. Αὐτὸ ποὺ ἔγινε, ἔγινε γιατὶ μ’ ἐβοηθήσατε. Ἀπ’ ἐδὤ καὶ πέρα, ἂς εἴμεθα στὴ δουλειὰ ἑνωμένοι. Ἔτσι θὰ κάνωμε ὡραῖα
πράγματα, τοὺς εἶπε ὁ Θᾶνος. Καὶ τώρα ἐλᾶτε νὰ παίξωμε ἕνα παιγνίδι.

anemomiloi xartinoi

Τὸ παιγνίδι τοῦ μυλωνᾶ.


- Ἐγὼ θὰ εἶμαι ὁ μυλωνᾶς. Καὶ σεῖς θὰ μοῦ φέρνετε ἀλέσματα γιὰ ν’ ἀλέθω.

Πρῶτος ὁ Τάκης ἔφερε ν’ ἀλέσῃ βρίζα.

- Νὰ μοῦ τὴν ἀλέσῃς, λέγει, καλὰ καὶ γρήγορα.

- Καλὰ μπορῶ νὰ σοῦ ὑποσχεθῶ, πὼς θὰ τὴν ἀλέσω. Ἀλλὰ γρήγορα,πῶς νὰ σοῦ ὑποσχεθῶ; Μήπως ξέρω, ἂν θὰ φυσήσῃ ἀέρας.

- Σ’ αὐτὸ ἔχεις δίκιο, εἶπεν ὁ Τάκης.

Τώρα ἦλθε ὁ Νικολός. Ἔφερε τὸ σιτάρι του σὲ μιὰ χαρτοσακκούλα.

- Θέλω νὰ μοῦ τὸ ἀλέσῃς ψιλό. Εἶναι διαλεγμένο σπυρὶ - σπυρί. Δὲν ἔχει μέσα καθόλου μαυράδια.

- Θὰ προσπαθήσω, εἶπεν ὁ μυλωνᾶς, νὰ σ’ εὐχαριστήσω.

Ἔπειτα ἦλθαν ἄλλα παιδιὰ καὶ ἐκουβάλησαν ἀραποσίτι καὶ ἄλλα γεννήματα, Τὰ ἔφεραν μέσα σὲ κουτιὰ ἀπὸ σπίρτα, σὲ σπασμένα πιατάκια καὶ σὲ ποτηράκια. Μερικὰ ἔλεγαν στὸν μυλωνᾶ:

- Ἄν δὲν εὐχαριστηθοῦμε, δὲν θὰ ξαναπατήσωμε στὸ μύλο σου.

Ὁ Ἀλέκος ἔφερε σιτάρι νὰ τὸ ἀλέσῃ πλιγούρι.

- Χονδρούτσικο νὰ μοῦ τὸ κάνῃς. Δὲν θέλω ψιλό.

Ἕνα παιδάκι ἐζήτησε ν’ ἀγοράσῃ κοττόπουλα.

Μὰ ὁ Θᾶνος δὲν τοῦ ἔδωκε.

- Μοῦ τὰ ἔπνιξεν ὅλα ἡ ἀλεποῦ, τοῦ εἶπε. Μπῆκε στὸ κοττέτσι ἕνα βράδυ καὶ δὲν μοῦ ἄφησε κανένα.

- Καὶ ὁ σκύλος; Δὲν τὴν ἐκυνήγησε;

- Ἦταν ἄρρωστος, εἶπεν ὁ Θᾶνος.

Ἔτσι τὰ παιδιὰ μὲ τὸ παιγνίδι τοῦ μυλωνᾶ ἐπέρασαν μὲ γέλια καὶ χαρὲς ἀρκετὴ ὥρα. Ἔπειτα ἐβράδυασε καὶ καθένα ἐπῆγε σπίτι του. 

Πηγή  : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963