1. Ἀπὸ μακριὰ τώρα φαινόταν ὁ κάμπος, ματωμένος ἀπὸ τὶς παπαροῦνες, σὰ νὰ ἦταν ἁπλωμένο ἐπάνω του ἕνα κατακόκκινο σεντόνι. Παρακάτω ἡ γαλαζένια ἤρεμη θάλασσα καὶ στὸ βάθος δυό μικρὰ βουνά.
Πῶς ξεκουραζόταν τὸ μάτι κοιτάζοντας τὴν ὄμορφη αὐτὴ εἰκόνα! Καὶ μὲ τί χάρη κουνιόνταν ἀπὸ τὸ βραδυνὸ ἀεράκι τὰ κόκκινα σκουφάκια τῶν λουλουδιῶν!
Βαδίζοντας στὸ χαλικοστρωμένο δρομάκι, φθάσαμε σὲ λίγο στὸ ἀμπέλι, κατακουρασμένοι ἀπὸ τὸ παιγνίδι.
Τὸν μπαρμπα - Στάθη, τὸ γέρο ἀμπελουργό, τὸν βρήκαμε νὰ κάθεται κοντὰ στὴ στέρνα, ξύνοντας μὲ τὸ σκουριασμένο σουγιά του κάποιο καλάμι.
-Μπούμ! μπαρμπα-Στάθη...
-Καλῶς τα! Τί γινήκατε;
-᾽Εκστρατεία στὶς παπαροῦνες.
Μᾶς κοίταξε ἀπὸ τὸ κεφάλι ὡς τὰ πόδια. Ὅλοι γεμάτοι παπαροῦνες. Ἄλλοι στὰ καπέλα μας, ἄλλοι στὰ στήθια μας, ἄλλοι στὰ χέρια μας, παντοῦ.
-Καὶ τώρα μπαρμπα-Στάθη;
-Τί;
-Τὴν ἱστορία τῆς παπαρούνας, ποὺ μᾶς εἶχες ὑποσχεθῆ.
-Ἄ! ὄχι. Εἶναι ἀργά. Πρέπει νὰ πάω νὰ ποτίσω.
-Ὤ! μπαρμπα-Στάθη...
-Δὲν μπορῶ, ἄλλοτε...
Ἀρχίσαμε ὅλοι μαζὶ τὰ παρακάλια καὶ στὸ τέλος τὸν καταφέραμε. Καθίσαμε χαρούμενοι στὸ πεζούλι τῆς στέρνας κι ὁ μπαρμπα-Στάθης ἄρχισε:
2. -Θὰ σᾶς πῶ σύντομα τὴν ἱστορία της. ῾Η παπαρούνα στὴν ἀρχὴ δὲν ἦταν ἔτσι κόκκινη, ὅπως τὴ βλέπετε. Ἦταν ἄσπρη, ὁλόασπρη, σὰ λεμονανθός. Τὸ κόκκινο χρῶμα τὸ πῆρε ἀργότερα.
Ἀκούστε μὲ τί τρόπο:
Ὅταν κάρφωσαν τὸν καλό μας τὸν Χριστὸ ἐπάνω στὸ Σταυρό, ἀπὸ τ’ ἅγιό του μέτωπο καὶ τὰ χέρια του ἔπεφταν σταλαματιὲς αἷμα στὴ γῆ. Στὴ βάση τοῦ Σταυροῦ ἦταν φυτρωμένα μερικὰ λουλούδια κι ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ καὶ μιὰ παπαρούνα. Ὅπως σᾶς εἶπα, ἦταν ἄσπρη, κάτασπρη, σὰ λεμονανθός. ῾Η παπαρούνα λοιπὸν σὰν εἶδε τὸ αἷμα, ποὺ ἔσταζε ἀπὸ τὶς θεῖες ἐκεῖνες πληγές, ἅπλωσε πονετικὰ τὰ βελουδένια πέταλά της καὶ δέχτηκε μὲ φόβο τὸ θεῖο ἐκεῖνο ὑγρό.
᾽Εδῶ ὁ μπαρμπα-Στάθης ἔκοψε τὴν ἱστορία, γιὰ νὰ ρίξη μιὰ πετρίτσα στὸ ἄλογο τοῦ μαγγανοπήγαδου, γιατὶ σταμάτησε. Ὅταν τ’ ἄλογο ἄρχισε πάλι τὸ δρόμο του, ἐξακολούθησε κι ἐκεῖνος τὴν ὁμιλία του.
Ἀφοῦ ἡ παπαρούνα ἔκλεισε βαθιὰ μέσα της τὸ πολύτιμο αὐτὸ ὑγρό, ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ ροδίζη, ὡς ποὺ πῆρε τὸ χρῶμα αὐτό, ποὺ βλέπετε. Ὕστερα ἀπὸ κάμποσον καιρὸ ὅλες οἱ παπαροῦνες κοκκίνισαν. Κι αὐτὲς τώρα ποὺ τόσο ἄσπλαχνα τὶς χωρίσατε ἀπὸ τὶς συντρόφισσές τους, μᾶς θυμίζουν τὸ μαρτύριο τοῦ Γολγοθᾶ καὶ τὸν πόνο, ποὺ δοκίμασε ἐπάνω στὸ Σταυρὸ ὁ Σωτήρας μας.
3. Μὴ σᾶς φαίνεται παράξενη ἡ ἱστορία αὐτή. Πολλὰ λουλούδια στὴν ἀρχὴ δὲν εἶχαν τὸ χρῶμα, ποὺ ἔχουν τώρα. Μπορεῖ ἄλλη φορὰ νὰ σᾶς διηγηθῶ τὴν ἱστορία τῆς κίτρινης μαργαρίτας, ποὺ ἀπὸ λευκὴ στὴ ἀρχὴ ἔγινε ἔπειτα κατακίτρινη.
Ὅλοι μας βουβοὶ ὕστερ’ ἀπὸ τὴν ἱστορία αὐτὴ βυθίσαμε ντροπαλοὶ τὸ βλέμμα μας στὶς παπαροῦνες, ποὺ κρατούσαμε.
῾Η βραδινὴ σιγαλιὰ ἄρχισε ν’ ἁπλώνεται παντοῦ. Μονάχα τὸ κουρασμένο γύρισμα τοῦ ἀλόγου καὶ τὸ τρίξιμο τοῦ μαγγανιοῦ ἐξακολουθοῦσε.
Πηγή : Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946